Δύο ποιήματα του Γ. Βερίτη (Ο κοινωνικός, Ο αναστάσιμος)

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.ΒΕΡΙΤΗ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΙΑΛΑΣ)

Ο Γ. Βερίτης, το φιλολογικό ψευδώνυμο με το οποίο έγινε γνωστός ο Αλέξανδρος Γκιάλας, Έλληνας εθνικιστής, κορυφαίος Θεολόγος, μελετητής της Θεολογίας, ιεραποστολικός λογοτέχνης, μεταφραστής, διηγηματογράφος, λογοτεχνικός κριτικός, ιστορικός, φιλόλογος, δοκιμιογράφος και ποιητής με σύντομη αλλά σημαντική διαδρομή στα Ελληνικά γράμματα, με ιδιαίτερη και βαθιά Ελληνοχριστιανική παιδεία, πολέμιος της μαρξιστικής υλιστικής θεωρίας, που γεννήθηκε το 1915, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, στο ημιορεινό χωριό Ελάτα στα νότια του νησιού της Χίου, όπου υπηρετούσε ως δάσκαλος ο πατέρας του και πέθανε στις 5 Μαΐου 1948 στην Αγία Παρασκευή Αττικής, ένα Δήμο κοντά στην Αθήνα, από μυοκαρδίτιδα.


Η νεκρώσιμη ακολουθία του έγινε στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως της Αδελφότητας στην Αγία Παρασκευή, και η σορός του έχει ταφεί στην Κατακόμβη του κτήματος των μελών της Αδελφότητας «Ζωή» στα όρια του Δήμου της Αγίας Παρασκευής στο νομό Αττικής. Ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.


Ο αριστερόχειρας Βερίτης συνεργαζόταν, αρθρογραφούσε και δημοσίευε ποιήματα και λογοτεχνικές κριτικές, από τα τέλη του 1937, στο χριστιανικό περιοδικό «Ακτίνες» της «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων». Το πρώτο ποίημα του, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ακτίνες», το Πάσχα του 1938, είχε τίτλο «Πασχαλινός» ενώ το τελευταίο ποίημα του, «Μαζί θα περπατήσουμε», δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 1946. Το σύνολο του έργο του, που μεταφράστηκε και στην Αγγλική γλώσσα, ολοκληρώθηκε την περίοδο από το 1938 έως το 1946 κι είναι σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικού περιεχομένου. Τα ποιήματα του είναι λυρικά, με έμμετρους, ομοιοκατάληκτους στίχους σε λαϊκή, ζωντανή δημοτική γλώσσα.

Ο Βερίτης υπήρξε μορφωμένος με γερή θεωρητική υποδομή και μαχητής μέσα στη δίνη ενός σκληρού ιδεολογικού πολέμου στην Ελλάδα. Ονειρεύτηκε έναν καινούριο κόσμο, όπως τον περιέγραψε στους στίχους του, «..Είμαστε χαλαστάδες, άκου! χτίστες εμείς• ξεριζωτές και φυτευτές.». Το όραμα του ήταν «μια Ελλάδα του Χριστού» και στο έργο του ενσωματώνει τη θρησκευτική του πίστη αλλά και την ιδεολογία του, καθώς είχε διακηρύξει ότι ήταν εναντίον του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη». Η φιλοσοφία του του έργου του για την Ορθοδοξία συνοψίζονταν στις φράσεις: «…Θὰ δουλέψουμε, θὰ φωνάξουμε, θὰ παλέψουμε. Θὰ τοὺς κάνουμε νὰ μᾶς ἀκούσουν. Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει. Καὶ θὰ γίνει ὄχι μὲ τὰ μέσα τῆς πολιτείας οὔτε μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀρχῶν. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ ἀγωνιζόμαστε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα ὄχι τῆς ἐλεύθερης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διετέλεσε ὑπὸ Νέρωνας καὶ Δεκίους καὶ Διοκλητιανούς. Ἂν δὲν ἀναστήσουμε μέσα στὴν ψυχή μας τὸ πνεῦμα τῶν κατακομβῶν καὶ τοῦ μαρτυρίου, εἴμαστε ἄχρηστοι γιὰ τὴ σημερινὴ ἐποχή. Ὅταν μᾶς λείψει αὐτὸ τὸ πνεῦμα, θὰ ζοῦμε ἴσως ἀνετώτερα τὴ ζωή μας, θὰ παριστάνουμε ἴσως εὐκολώτερα τὸν ἱεραπόστολο, ἀλλὰ δὲν θὰ εἴμαστε ἕνα πρᾶγμα: δὲν θὰ εἴμαστε μαθητὲς Ἐκείνου…».


Το 1933, όταν ιδρύθηκε ο «Ακαδημαϊκός Κοινωνικός Σύλλογος», που μετονομάστηκε αργότερα σε «Φοιτητική Χριστιανική Ένωση», ο Γκιάλας ανέλαβε την καθοδήγηση του και αντιμετώπισε του υλιστές και μαρξιστές καθηγητές στο Πανεπιστήμιο. Διατέλεσε για δύο χρόνια ως ο πρώτος γενικός έφορος των «Χριστιανικών Φοιτητικών Ομάδων». Συνεργάστηκε με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά και ήταν μεταξύ των συνεργατών του περιοδικού «Νεολαία» το οποίο εξέδιδε η «Εθνική Οργάνωση Νεολαίας» [«Ε.Ο.Ν.»]

(Tο Γ του ψευδωνύμου του αντιστοιχεί στο πρώτο γράμμα του επιθέτου του δηλαδή Γκιάλας και το Βερίτης προέρχεται από τη λατινική λέξη veritas-veritatis που σημαίνει αλήθεια. Σύμφωνα με άλλη πηγή είναι το αρχικό γράμμα της λέξεως «γεωργός», κατ’ επέκταση σπορέας, που παρέπεμπε στο «Καλός Σπορέας», εις ανάμνηση της ονομασίας του Ιησού Χριστού)

Τα ποιήματα που ακολουθούν (Ο κοινωνικός, Ο αναστάσιμος) προέρχονται από την έκδοση των «Απάντων» που εξέδωσαν οι εκδόσεις Δαμασκός το 1947 – 1950. Συγκεκριμένα, στον τόμο αυτόν συγκεντρώθηκε ολόκληρο το ποιητικό έργο του Γ. Βερίτη που το αποτελούν τέσσερις ποιητικές συλλογές. Μόλις μία ποιητική συλλογή (Η Ωδή του Αγαπητού, 1947) εκδόθηκε όσο ζούσε, ενώ άλλες τρεις (Στις πηγές των υδάτων, `Οταν ανθίζουν τα κρίνα, Με την αυγή) εκδόθηκαν μετά θάνατον.

Πηγή: ΜΕΤΑΠΑΙΔΕΙΑ

Η ΩΔΗ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΤΟΥ (1947)

Ἄσω δὴ τῷ ἠγαπημένῳ
ἄσμα τοῦ ἀγαπητοῦ μου.
ΗΣΑΪΑΣ Ε, 1

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ

Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
κι εἶν’ ἡ λαχτάρα μου μεγάλη!
Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
γιατὶ θὰ κοινωνήσω πάλι.

Μαζὶ κι οἱ δυό μας θὰ γιορτάσουμε,
ὤ, πόσο τὄχες πεθυμήσει.
«Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα»,
μᾶς εἶπες πρὶν τὸ δεῖπνο ἀρχίσει.

Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα!
– πῶς μᾶς φλογίζ’ ἡ ἐπιθυμιά σου!
πῶς λαχταρήσαμε νὰ γείρωμε
ἀπόψε πάνω στὴν καρδιά σου!

Δέξου μας, σὰν τὸν ἅγιο Γιάννη σου,
πάνω στὸ στῆθος σου σκυμμένους.
Δὲ θὰ σοῦ ποῦμε ποιὰ ἄγρια κύματα
μᾶς φέραν δῶ μισοπνιγμένους.

Τὰ ξέρεις ὅλα! Κι ἂν πονούσαμε,
πιότερο σὺ γιὰ μᾶς πονοῦσες·
καί, σιωπηλός, –τὰ χρόνια ὡς διάβαιναν,–
στὸ δεῖπνο σου μᾶς καρτεροῦσες.

Μαζί σου τώρα θὰ γιορτάσουμε,
καὶ τὸ τραπέζι ’ναι στρωμένο.
Μὰ πῶς σὲ βλέπω, ὦ τρισελεύτερε,
τὴ δουλικὴ ποδιὰ ζωσμένο;

– «Σταθῆτε, φίλοι! Ὁ νοῦς σας ἄγρυπνος
κι ὁλάνοιχτ’ ἡ ψυχὴ σὰν κρίνο,
γιὰ νὰ δεχτῆ, δροσιὰ ἀπριλιάτικη,
τὴν ὕστερη ἐντολὴ ποὺ ἀφήνω.

Ἐγώ ’μαι ὁ Κύριος κι ὁ Διδάσκαλος.
Μαζί μου ὡς τ’ ἄστρα θ’ ἀνεβῆτε,
μ’ ἀφοῦ στὰ πόδια τ’ ἄλλου σκύψετε
καὶ δουλικὴ ποδιὰ ζωσθῆτε.

Ἐγώ ’μαι ὁ Κύριος κι ὁ Διδάσκαλος,
μὰ ταπεινώθηκα ὡς τὰ Βάθη.
Ὅποιος τὸ Θρόνο μου λαχτάρησε,
τὸ δρόμο τοῦτο πρῶτα ἂς μάθη!

Μὰ ἐλᾶτε τώρα νὰ γιορτάσουμε.
Χρείαν οὐκ ἔχει ὁ λελουμένος.
Μαζί σας, ἡ χαρά μου ἀπέραντη,
κι ἂς εἶμαι κιόλα προδομένος!»

Κύριε, τὰ λόγια σου ἀντηχήσανε
ὡς τὰ κατάβαθα τοῦ νοῦ μας.
Ἐσὺ διαβάζεις τὴν ἀγάπη μας
μές’ στὴν καρδιὰ τοῦ καθενοῦ μας.

Μαζὶ τὸ Πάσχα θὰ γιορτάσουμε
καὶ τὸν καινούργιο Ἀμνὸ θὰ φᾶμε,
Μαζί σου, ἀκόμα καὶ στὸ θάνατο
–καὶ στὴν ἀνάσταση– θὰ πᾶμε.

Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
γιατὶ θὰ κοινωνήσω πάλι!
Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
κι εἶν’ ἡ λαχτάρα μου μεγάλη!

Ὁ λειτουργὸς προβαίνει ἐπίσημα
τ’ Ἅγια κρατώντας ὑψωμένα,
μὰ Ἐσὺ μᾶς κράζεις μὲ τὰ χείλη του:
«πιστοί μου, ἐλᾶτε πρὸς Ἐμένα».

Σεμνὰ κι ἀθόρυβα προσέρχονται·
θερμὸς στὰ μάτια ὁ πόθος λάμπει·
κι ἀνοίγουν οἱ καρδιὲς ἐφτάδιπλες,
ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων νἄμπη.

Ἀνοίγουν οἱ καρδιὲς εὐφρόσυνα
καθὼς στὸν ἥλιο τὰ λουλούδια,
κι ἀνάερα φτερουγᾶνε γύρω μας,
αὖρες τῶν ὄρθρων, τ’ ἀγγελούδια.

Αὖρες τῶν ὄρθρων μᾶς θωπεύουνε
μέσ’ στὴ σεμνὴ φωτοχυσία·
τὴν ἐκκλησιά μας ὅλη γέμισε
χίλιων ψυχῶν ἡ παρουσία.

Ἄκτιστε Λόγε καὶ Συνάναρχε,
πόσους ἐκάλεσες σιμά σου!
Γύρω ἕνα πλῆθος ἀναρίθμητο
σιμώνει πρὸς τὴν Τράπεζά σου.

Τούτη τὴν ὥρα ποὺ κυκλώνουμε
τ’ ἀφθαρτοπάροχο ποτήρι,
πνεύματα μύρια ὁλοῦθε κίνησαν
γιὰ νὰ βρεθοῦν στὸ πανηγύρι.

Θὰ κοινωνήσω μὲ τοὺς Ἕντεκα
–στὴ νύχτα χάθηκε ὁ προδότης,–
μὲ τὴν Παρθένα Μάνα ποὺ ἔσφιξε
στὴν ἀγκαλιά της τὸν Ἀμνό της.

Θὰ κοινωνήσω μὲ τοὺς Ἕντεκα
καὶ μὲ τὴν πρώτην Ἐκκλησία.
Κοινὴ κι ἡ πίστη κι ἡ λαχτάρα μας
μπρὸς στὴν ὑπέρτατη Θυσία.

Νά, μὲ τοὺς πρώτους, οἱ Ἑβδομήκοντα,
καὶ νά κι ὁ Παῦλος ποὔχει φτάσει
στὰ τρίδιπλα φτερὰ τοῦ ζήλου του,
πέλαα περνώντας, κάμπους, δάση.

Γεμάτη δύναμη καὶ θέληση
στράφτει ἡ ματιά του, σὰν ἀτσάλι.
Χαῖρε, ὦ ποτήρι μυριολάτρευτο
ποὺ τὸν χαλύβδωσες στὴ πάλη.

Νά τῶν μαρτύρων τ’ ἀναρίθμητα
ποὺ φτερουγᾶνε πλήθη, γύρω,
κρατώντας, θησαυρὸ σὲ ἀλάβαστρα,
τὸ αἷμα τους, οὐράνιο μύρο.

Πῶς τὴ θυμοῦνται τὴν ἀξέχαστη,
τῶν πιὸ μεγάλων θριάμβων, μέρα!
Στὴ φυλακή, πρωί, μετάλαβαν,
τὸ βράδυ στὰ θεριὰ τοὺς φέραν.

Στὴ φυλακή, πρωί, μετάλαβαν
ἐλεύθεροι φυλακισμένοι·
τὸ βράδι μπαίνουν ἀλαλάζοντας
στὸν οὐρανὸ ποὺ τοὺς προσμένει.

Χαῖρε Τροφὴ μαρτυροπλάστρα, Σύ,
καὶ χαῖρε τῶν ἡρώων γεννήτρα!
Τὰ νύχια τῶν θηρίων ἐσύντριψεν
ἡ δύναμή σου ἡ καταλύτρα.

Νά κι ὁ Ταρσίζιος μέσ’ στοὺς μάρτυρες,
ὁ μικρὸς φίλος κι ἀδερφός μας.
Γειά σου ἀδερφούλη, ποὺ ξεπέρασες
τοὺς πιὸ τρανοὺς ἐσὺ τοῦ κόσμου!

Στὴ δωδεκάχρονη καρδούλα του
σφίγγει ὁ Ταρσίζιος τ’ ἅγια Δῶρα.
Δὲ θὰ τὰ ρίξη, κι ἂς οὐρλιάζουνε
τριγύρω του σκυλιὰ αἱμοβόρα.

Δὲ θὰ τὰ ρίξη στὴν ἀτίμωση,
–Θέ μου, ἡ καρδούλα του πῶς κάνει!–
κι ἂς τὸν χτυποῦν, κι ἂς τὸν πληγώνουνε.
Μὲ τ’ ἅγια Δῶρα θὰ πεθάνη!

Νά κι οἱ σεπτὲς χορεῖες προβαίνουνε
τῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστης,
κι ὁ ἱεράρχης κι ὁ σοφὸς ὁ δάσκαλος,
ὁ βάρδος, ὁ πνευματικός, ὁ μύστης.

Νά κι οἱ παρθένες ἀστρομέτωπες
τ’ ἄφθαρτα φέρνοντας στεφάνια,
καὶ νὰ οἱ μανάδες τῶν Χρυσόστομων,
μὲ τὴ σεμνή τους περηφάνεια.

Ἡ Φοίβη, ἡ Πρίσκιλλα, ἡ διακόνισσα,
ἡ κατηχήτρα, ἡ τίμια χήρα,
κι ἡ δοξασμένη αὐτοκρατόρισσα
ποὺ καταφρόναε τὴν πορφύρα.

Θέ μου, τί πλῆθος ἀναρίθμητο
μαζί μας ἦρθε νὰ δειπνήση!
Κι ὅλους, αὐτὸ τὸ θεῖο ποτήρι σου
τοὺς ἔχει θρέψει καὶ ποτίσει!

«Ἰδοὺ βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τὸν πολύ μου ρύπο…
Ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς τὸν κρυφὸ πόθο μου
καὶ τῆς καρδιᾶς μου κάθε χτύπο.

«Ἰδοὺ βαδίζω…» Γήινο τίποτα
δὲν ἔχει τώρα ὁ λογισμός μου,
γιατὶ μὲ κάλεσε συντράπεζο
ὁ Βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου.

«Ἰδού…» Στὸ βῆμα τῶν πατέρων μου
ρυθμίζω τὸ δικό μου βῆμα,
κι Ἐσὺ μὲ δέχεσαι ὡς τοὺς δέχτηκες,
θύτης Ἐσὺ μαζὶ καὶ θύμα!

«Στῶμεν καλῶς!» Τὰ μάτια, ὀρθάνοικτα,
τὴν ἀγρυπνία τοῦ πνεύματός μας
ἂς δείχνουν, τούτη τὴ φριχτὴ στιγμὴ
ποὺ σφαγιάζετ’ ὁ Χριστός μας.

Εὐλαβικὰ σὰν τὸν προφήτη Σου
τὸν ἄνθρακα στὰ χείλη παίρνω,
κι ὢ καθαρμοῦ φωτιὰ ἀδαπάνητη
ποὺ μές’ στὴν ὕπαρξή μου παίρνω!

Εἶδες τὴ δίψα μου τὴν ἄσβηστη,
καὶ νά ποὺ μοὔχεις ἀναβρύσει
ἀθανασίας καθάρια νάματα
κι ἀλήθειας κρουσταλλένια βρύση.

Τώρα ξεχνῶ τοῦ βίου τὰ βάσανα
καὶ τῆς ζωῆς κάθε φαρμάκι.
Δὲ χάνομαι ἄσωτα στὰ πέλαγα
μάταια ζητώντας κάποια Ἰθάκη.

Ὁ δρόμος φέρνει πρὸς τὴ θέωση,
διάπλατα μπρός μου τὸν ἀνοίγεις,
κι ὡς τὸ στερνὸ –μοῦ τὄπες– βῆμα μου,
ἀπ’ τὸ πλευρό μου δὲ θὰ φύγης.

Στὴν ὀμορφιά μας τὴν πρωτόπλαστη
μᾶς ξαναφέρν’ ἡ δύναμή σου.
Στὴν ὀμορφιά μας τὴν πρωτόπλαστη
καὶ στὶς χαρὲς τοῦ παραδείσου.

Ἀγγέλων λύρες ἁρμονίζονται
καὶ χερουβεὶμ δοξολογοῦνε,
κι ἀρχάγγελοι ἔσκυψαν, θαυμάζοντας,
τὴ μυστικὴ ἕνωση νὰ δοῦνε…

Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ καταδέχτηκες
στὴ φάτνη τούτη νὰ ξανάρθης.
Ὤ, μεῖνε χρόνια, χρόνια ἀτέλειωτα
μέσα μου, ἀφέντης καὶ μονάρχης.

Μεῖνε γιὰ πάντα, ὅπως καὶ σήμερα
μέσ’ στὴν καρδιά μου σ’ ἔχω πάρει
μὲ τὴν πλαστουργική σου δύναμη
καὶ τὴν ἁγνιστική σου χάρη.

Μεῖνε, τὸ θάρρος μου κι ἡ ἐλπίδα μου,
φίλος, παράκλητος, Θεός μου!
Μὲ σένα θἄμαι παντοδύναμος
καὶ νικητὴς ὅλου τοῦ κόσμου.

Κι ὅταν στερνὰ θὰ πέφτη ἀπάνω μου,
θὰ πέφτη ὁ ἴσκιος τοῦ θανάτου,
στὸ φῶς μιᾶς νέας ζωῆς, ἀθάνατης,
θ’ ἀνοίγη ὁ νοῦς τὰ βλέφαρά του!


Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ

Καμπάνας ἦχοι ἁρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, ἀναπαιστικοί,
ξυπνοῦν τὸ μοναστήρι.
Καὶ στῆς νυχτιᾶς τὴ σιγαλιὰ
σὰ μάτια ἀνοίγουν τὰ κελιὰ
ἢ πόρτα ἢ παραθύρι.

Τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαίας μονῆς,
πνεῦμα ἀγρυπνίας καὶ προσμονῆς,
ξυπνᾷ τοὺς μοναχούς της.
Εἶναι φρουρός, καὶ τὸ φυλᾷ
σὰ νὰ βιγλίζη ἐκεῖ ψηλὰ
ὁ νέος καμπανοκρούστης.

Τώρα, ἀπ’ τὴν κάθε μιὰ γωνιὰ
γλιστρᾶνε μέσ’ στὴ σκοτεινιὰ
ψυχὲς ποὺ πᾶν νὰ προσκυνήσουν.
Γιὰ τὴ ματόβρεχτή μας γῆ
ποὺ σπαρταρᾶ μέσ’ στὴ σφαγὴ
τὸν ἔλεο νὰ ζητήσουν.

Στὴν ἐκκλησιὰ τὴ θολωτὴ
ποὺ στ’ ὄνειρό της ζῆ κι αὐτή,
θρόνοι καὶ παραθρόνια
μᾶς φέρνουν πάλι στὰ παλιὰ
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στῆς προσευχῆς τὰ χρόνια.

Μέσ’ στοὺς αἰῶνες ποὺ κυλοῦν,
τοῦτες οἱ πλάκες μᾶς μιλοῦν
γιὰ κάποιο μεγαλεῖο,
κι εἶναι πανάρχαιο κι ἱερό,
κι εἶν’ ἁγιασμένο ἀπ’ τὸν καιρὸ
προγονικὸ βιβλίο.

Μέσ’ στὰ στασίδια τοὺς σκυφτές,
σεμνὰ θυμήματα τοῦ χτές,
–ἔπηξε ἡ φλόγα στὸ καντήλι–
μαυροντυμένες οἱ ψυχὲς
κάνουν τὸν πόνο τους εὐχὲς
ποὺ ξεψυχοῦν στὰ χείλη.

Τρισένδοξη κληρονομιὰ
φέρνουν ἀπάνω τους, μιὰ – μιά,
ποὺ τοὺς λυγάει τὸν ὦμο.
Εἶναι βαρὺ νὰ περπατᾶς
καὶ κάθε τόσο νὰ κυττᾶς
κάθετο μπρὸς τὸ δρόμο.

Ἡ νύχτα μάκρυνε πολύ,
–χειμώνας,– καὶ ξαναλαλεῖ
τὸ γελασμένο ὀρνίθι.
Καὶ ξαναζοῦν στὴ σιγαλιὰ
ἰδέες καὶ πράγματα παλιὰ
θαμμένα μέσ’ στὴ λήθη.

Τὰ καντηλάκια στὸ Ἱερό,
σὰ νἄν’ ἀπὸ παλιὸ καιρὸ
κι ἀπ’ ἄλλο μοναστήρι,
σταθῆκαν στοὺς ἁγίους μπροστὰ
– κόκκιν’ ἀστράκια γελαστὰ
πεσμένα στὸ ποτήρι.

Ὅλα σ’ ἀγγίζουν ἁπαλά,
σεμνὰ κι ἀθῶα καὶ σιγαλά,
κι οἱ θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ἂς ἁπλωθῆ,
κι ὅλου τοῦ κόσμου ποὺ πενθεῖ
τὸν πόνο ἂς ἁπαλύνη!

Ἄγρυπνη μέσα μου, ἡ ψυχὴ
ρουφᾶ τῆς χάρης τὴ βροχὴ
σὰ διψασμένο ἐλάφι,
καὶ ζωντανεύουν ξαφνικὰ
κάποια θαμμένα μυστικὰ
κι ἀνοίγουν κάποιοι τάφοι.

Μέσα μου κάτι ξαναζῆ
ποὺ μεγαλώσαμε μαζὶ
καὶ τὄχα λησμονήσει.
Σ’ εὐχαριστῶ, Χριστέ, πολὺ
ποὺ βάζεις μιὰν ἀνατολὴ
μετὰ ἀπὸ κάθε δύση.

Νά κι οἱ ψυχές μας π’ ἀγρυπνοῦν
καὶ στ’ ἅγιο Δεῖπνο σου δειπνοῦν
ἀπόψε, λατρευτέ μας.
Ἀκόμα δὲν ξημέρωσε
κι εἴμαστε πάρωρα μὲ Σέ,
καὶ θἄμαστε, Χριστέ μας!

Ὄρθρος δὲ χάραξε, κι ἐγὼ
βάλθηκα νὰ σὲ κυνηγῶ
στοὺς κάμπους καὶ στὰ ὄρη.
Τὸ σῶμα στέκει· μὰ ἡ ψυχὴ
βγῆκε στὸ δρόμο ἀνήσυχη
σὰ μυροφόρα κόρη.

Βγῆκε ἀπ’ τὴ νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους καὶ βουνὰ
γιὰ νὰ σὲ συναντήση,
ξυπόλυτη νὰ περπατᾶ
καὶ τῆς Περσίας ἀρώματα
στὸν τάφο σου νὰ χύση.

Καὶ νά, βρεθήκαμε ξανὰ
σ’ αὐτὴ τὴ σκοτεινὴ γωνιὰ
ἀντίκρυ ἀπ’ τ’ ἅγιο Βῆμα.
Ὤ, τί χαρά σου νὰ θωρῆς
πὼς ἐκυλίστηκε νωρὶς
ὁ λίθος ἀπ’ τὸ Μνῆμα!

Εὐλογητὴ νἄν’ ἡ στιγμὴ
ποὺ παίρνουν τέλος οἱ λυγμοὶ
καὶ κάτι ὀρθρίζει ἐντός μου,
κάτι ἀπ’ τὴν ἄρρητην αὐγὴ
π’ ἄστραψ’ ὁ τάφος σου στὴ γῆ,
Ἥλιε καὶ Φῶς τοῦ κόσμου.

Νεκρὸ θαρροῦσα νὰ τὸν βρῶ,
καθὼς ἀπάνω στὸ σταυρὸ
στερνὴ φορὰ τὸν εἶδα.
Κι ὢ τῶν ἀγγέλων ἡ χαρά,
πῶς ἦρθε μέσ’ στὴ συμφορὰ
ἡ ἀναστημένη ἐλπίδα!

Στῆς ἐκκλησιᾶς τὰ τζαμωτὰ
σὰν κάποιο φῶς λαφροπετᾶ
καὶ κάποι’ ἀβέβαιη λάμψη.
Μέρας προμήνυμα γλυκό,
καὶ ψάλλουν τὸ χερουβικὸ
μὲ τὴν πανάρχαια τάξη.

Κάποι’ ἀφροκάμωτα φτερὰ
σκορποῦν τοῦ θόλου τὰ ὄνειρα
καὶ στ’ Ἅγια φτερουγίζουν.
Στὰ παραθύρια τοῦ Ἱεροῦ
καὶ στὶς δυὸ κόχες τοῦ χοροῦ
τριανταφυλλιὲς ἀνθίζουν.

Τὰ μάρμαρα γυαλοκοποῦν
καὶ κάτι θέλουν νὰ μοῦ ποῦν
γι’ αὐτὸ ποὺ τώρα νιώθουν,
ὡς ν’ ἀποσώσουν οἱ ψυχὲς
τὶς ἀπονύχτερες εὐχὲς
τοῦ πιὸ κρυφοῦ των πόθου.

Οἱ ὄψες τῶν ἁγίων γελοῦν
καθὼς ἀπάνω τοὺς κυλοῦν
χαρούμενες οἱ ἀχτίνες.
Ὡς κι οἱ μορφὲς οἱ ἀσκητικὲς
ποὺ δὲ γελάσανε ποτὲς
τώρα γελοῦν κι ἐκεῖνες!

Στὴν ἅγια Τράπεζα, τὸ φῶς
τὸν ἥλιο ξεπερνᾶ καθὼς
χτυπᾶ στ’ ἅγιο Ποτήρι.
Κι ὢ θαῦμα! μέσα του κλειστὸς
ὁ ἀναστημένος μου Χριστὸς
καλεῖ σὲ πανηγύρι.

Ὢ Νικητὴ τῶν νικητῶν,
στὸ ρημαγμένο σπίτι αὐτὸ
θὰ ’ρθῆς νὰ κατοικήσης;
Ὡραῖο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ ἀραχνιασμένο μου κελὶ
καὶ πῶς θὰ κελαδήσης;

«Ἰδοὺ θυσία μυστική…»
Κι εἶν’ ἡ καρδιά μου νηστικὴ
γιὰ φῶς, χαρὰ κι ἀλήθεια.
Ἐσὺ τὸ ξέρεις πὼς πεινῶ,
Σὺ μόνο βλέπεις τὸ κενὸ
ποὺ κλείνω μέσ’ στὰ στήθια.

«Ἰδοὺ θυσία μυστική…»
Καὶ ξημερώνει Κυριακὴ
κι ὅλα γιορτάζουν τώρα.
Ὁ μόσχος δίνεται πολύς,
κι Ἐσύ, Χριστέ, μὲ προσκαλεῖς
στ’ ἀτίμητά σου δῶρα.

Στὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
δὲ λένε τόσα τὰ πουλιὰ
ὅσα ἡ καρδιά μου νιώθει.
Κι οὐδὲ μποροῦν νὰ σοῦ τὰ ποῦν
τριγύρω σου ὡς φτεροκοποῦν
οἱ ἀκοίμητοί μου πόθοι.

Γιατ’ εἶσαι ἀπέραντα καλός,
πατέρας μου καὶ δάσκαλος
καὶ φίλος κι ἀδερφός μου.
Μόνο τὸ χέρι σου ἂς κρατῶ,
καὶ ρίχνομαι νὰ περπατῶ
στὰ πέρατα τοῦ κόσμου!

Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πῆ
πὼς τόσο γρήγορα οἱ καρποὶ
θὰ πρόβαιναν στοὺς κλώνους;
Χαρᾶς ἀνάβλυσαν πηγὲς
ἀπ’ τὶς δικές σου τὶς πληγὲς
κι ἀπ’ τοὺς δικούς σου πόνους.

Μὲ τὴ δική σου τὴ θανὴ
διάπλατ’ ἀνοῖξαν οἱ οὐρανοί,
κι ἀπ’ τὸ δικό σου μνῆμα
ζωὴ καινούργια ξεχειλᾶ
ὅπως ροχθίζει καὶ κυλᾶ
τὸ ποντοπόρο κύμα.

Δεῦτε πιστοί! Μὲ τὴν καρδιὰ
ἁπλὴ κι ἀθώα σὰν τὰ παιδιά,
τὴν πανδαισία γευθῆτε.
Κι ὡς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός,
ὅμοια –κι ὁ λόγος του πιστὸς–
κι ἐσεῖς θ’ ἀναστηθῆτε.
Στὴν ἀναστάσιμη χαρὰ

φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι ἀντάμα ξεκινᾶμε
γιὰ κάποιες χῶρες μακρινές,
ποὺ τόσες γνώριμες φωνὲς
μᾶς προσκαλοῦν νὰ πᾶμε.

Ὅλοι μαζί! Κι εἶν’ ἡ φωτιὰ
στὴν τρισευδαίμονη ματιά,
καὶ λάμπει γύρω ἡ πλάση.
Δόξα, ὡσαννὰ στὸν πλαστουργὸ
ποὔρθε μὲ λόγο καὶ σταυρὸ
τὸν κόσμο ν’ ἀναπλάση.

Τούτ’ ἡ χαρούμενη πομπὴ
στὰ φωτοπάλατα θὰ μπῆ
μὲ τὰ χρυσὰ στεφάνια,
κι ἡ νικητήρια της κραυγὴ
θὰ συγκλονίση ὅλη τὴ γῆ,
θὰ σείση τὰ ἐπουράνια.

Χριστὸς ἀνέστη! Τί ζητοῦν
τοῦτες οἱ κάργες ποὺ πετοῦν
καὶ πᾶν κατὰ τὴ Δύση;
Ποιὸς θὰ βρεθῆ νὰ τοὺς τὸ πῆ
πὼς ἡ φυγὴ φέρνει ντροπή,
καὶ ποιὸς θὰ τὶς γυρίση;

Ἀνάστασή ’ναι. Κι ἡ ψυχὴ
δὲ νιώθει τώρα μοναχὴ
καθὼς ἐχτὲς καὶ πρῶτα.
Κάποιος βαδίζει στὸ πλευρό,
τῆς ἁπαλαίνει τὸ σταυρό,
σπογγίζει τὸν ἱδρώτα.

Τὸ βάρος ἔχει μοιραστῆ,
καὶ τὸν ξεκάμαν τὸ ληστὴ
πὄσπερνε ὁλοῦθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχὸς
διαβάτης τῆς Ἱεριχῶς
λευτέρωσε τὸ δρόμο.

Χριστὸς ἀνέστη! Τὸ χαρτὶ
σκίστηκε πάνω στὴ γιορτὴ
κι ὁ ἄνεμος τὸ πῆρε.
Πᾶτε παλιοὶ λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοὶ
καὶ λογισμὲ σύ, στεῖρε.

Ἄνοιξη μπῆκε γιὰ καλά,
κι ἡ ἀγράμπελη μοσκοβολᾷ
κι ἡ πασχαλιὰ εὐωδιάζει.
Πήδα καὶ χόρευε ψυχὴ
ποὺ σ’ ἔλιωσ’ ἡ ἀπαντοχὴ
καὶ τὸ πικρὸ μαράζι.

Ἄνοιξη μπῆκε γιὰ καλά,
κι ἡ θάλασσα παιζογελᾶ
κι ἀνθίζουν οἱ κῆποι ἐντός μου.
Πλάκες, ποὺ στέκατε βαριὲς
στὰ μνήματα καὶ στὶς καρδιές,
σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!

~

Πηγή: Γ. Βερίτης, Άπαντα Ποιήματα, εκδόσεις “Η Δαμασκός”

Ποίημα: Ειρηναίος Μαράκης, Σε λαϊκούς ρυθμούς

ΣΕ ΛΑΪΚΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ

Πεταμένα κεριά
πεταμένες ψυχές
«στα σκοτεινά σκυφτός βαδίζω»
όπως τραγουδά ο Κοροβίνης,
σε αναζητώ
στις έρημες γειτονιές
στα πάρκα
στα μπαρ
και σε βρίσκω
ανήμερα το Πάσχα
να ξεφαντώνεις
σε λαϊκούς ρυθμούς
αγκαλιά κρατώντας
τη θλίψη σου.

Ειρηναίος Μαράκης
Κυριακή του Πάσχα 5/5/2024

(πρώτη δημοσίευση)

***

Φωτογραφία: Φλόγα / Flame: Άννα Μαράκη – Rosemary Lavender

Φλόγα / Flame: ‘Αννα Μαράκη – Rosemary Lavnder @annoula.chania

«Πέμπτη εποχή»: Εικαστική έκθεση του Νίκου Κετσετζή στον βενετσιάνικο ναό του Αγίου Ρόκκου στα Χανιά

«Πέμπτη εποχή» τιτλοφορείται η νέα εικαστική έκθεση του ερασιτέχνη ζωγράφου Νίκου Κετσετζή που θα πραγματοποιηθεί στον βενετσιάνικο ναό του Αγίου Ρόκκου στην πλατεία της Σπλάντζιας στα Χανιά, από τις 22 έως τις 30 Απριλίου (ώρες λειτουργίας: 9πμ-12μμ και 6μμ – 9μμ, καθημερινά).

Στην «Πέμπτη εποχή» ο ζωγράφος θέλει να δώσει τη δυνατότητα να γνωρίσει ο κόσμος ότι ανάμεσά μας βρίσκονται και κινούνται κάποιοι, που κρύβουν απέραντο πλούτο καλλιτεχνικής ευαισθησίας και δημιουργίας. Στη σημερινή εποχή, που ο σύγχρονος άνθρωπος ελάχιστα συγκινείται και μετέχει στην τέχνη ή τουλάχιστον από την τέχνη που του επιβάλλουν τα media σαν τέχνη της εποχής του ο Κετσετζής μέσα από τη δική του ταπεινή προσπάθεια επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα που αξίζει να τις ανακαλύψουμε.

Στη συγκεκριμένη εικαστική προσπάθεια κυριαρχούν οι μορφές διάφορων γυναικών σε στιγμές περίσκεψης και δραστηριοτήτων στη φύση μαζί νεκρές φύσεις, στοιχεία του φυσικού και ανθρωπινου περιβάλλοντος, όλα αποτυπωμένα με αγάπη και μεράκι.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Νίκος Κετσετζής, γεννήθηκε το 1965 με πρόσφυγες παππούδες από τη Σμύρνη και την Καππαδοκία. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει το 1992 κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στη μονάδα βραχύβιας νοσηλείας του Ψυχιατρείου Χανίων (έκλεισε το 2006 στο πλαίσιο της αποασυλοποίησης) κι έκτοτε δέθηκε στενά με τη συγκεκριμένη τέχνη. Δεν περνάει μέρα και λεπτό που δεν θα ετοιμάσει έναν πίνακα, τον οποίο με μεγάλη χαρά θα χαρίσει ως δώρο στους φίλους του.

Η πρώτη εικαστική εικαστική έκθεση του με τίτλο «Χωρίς σύνορα» πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2023 στον Άγιο Ρόκκο.

Από την πρώτη εικαστική έκθεση του ερασιτέχνη ζωγράφου Νίκου Κετσετζή με τίτλο «Χωρίς σύνορα» που πραγματοποιήθηκε στον βενετσιάνικο ναό του Αγίου Ρόκκου στην πλατεία της Σπλάντζιας, από τις 19 έως τις 29 Οκτωβρίου 2023.

Σκέψεις για τον Καβάφη

Ο «μοναδικός, ανόμοιαστος κι ανεπανάληπτος» Καβάφης όπως τον αποκαλούσε ο Βαρναλης αποτελεί ένα πρόσωπο της ελληνικής ποίησης που έχει επηρεάσει πλήθος καλλιτεχνικών δημιουργιών τόσο στην ποίηση και στον δοκιμιακό λόγο, όσο και στον κινηματογράφο και το θέατρο στην Ελλάδα και διεθνώς. Παρόλα αυτά, παραμένει ένας μεγάλος άγνωστος για τους περισσότερους από εμάς που αρκούμαστε στα όσα μας δίδαξαν στο σχολείο σχετικά με τον ποιητή – αν μας δίδαξαν. Εδώ χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι απλά ένας ερωτικός ποιητής ή ένας φιλόσοφος που από καθ’ έδρας δίνει συμβουλές και οδηγίες στους αναγνώστες του για ένα αισθητικό τρόπο ζωής, ούτε απλά μετασχηματίζει την εμπειρία του σε πανανθρώπινο ιδανικό. Είναι ένας ποιητής με σαφή πολιτική και υπαρξιακή τοποθέτηση. Δεν λειτουργεί μηχανιστικά, δεν υποκύπτει σε ένα προπαγανδιστικό ρόλο. Αλλά αυτή του η θέση πρέπει πρώτα να διαβαστεί μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής του και ύστερα σε σύγκριση με τη δική μας πραγματικότητα.

Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να πούμε ότι ο Καβάφης και η ποίηση του εύκολα μπορούν να αξιοποιηθούν από διάφορους καλλιτέχνες για να συνομιλήσουν με τους σύγχρονους ανθρώπους και για τα κοινωνικά/πολιτικά/αισθητικά ζητήματα που μας αφορούν αλλά είναι κάτι που πρέπει να γίνεται με προσοχή. Και όταν λέμε να αξιοποιηθούν, αυτό πρέπει να γίνεται με φειδώ. Η ποίηση του Καβάφη δεν ταιριάζει σε όλα, τουλάχιστον όπως εμείς τα φανταζόμαστε. Η ποίηση του Καβάφη δεν μπορεί να εξηγήσει ή έστω να περιγράψει την εθνική ιστορία της Ελλάδας ή τους αγώνες και τα πάθη του λαού μας. Με λίγα λόγια, οι αφορμές που δίνει ο ποιητής και το έργο του πρέπει να αξιοποιούνται με μεγάλη μαεστρία κι όχι με επιπολαιότητα.

Ειρηναίος Μαράκης, (27/3/2015 – 27/3/2024)

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Αμέρικα, Αμέρικα, του Άγγελου Ήβου

Αμέρικα, Αμέρικα

Φαντάζομαι συχνά
πως βρίσκομαι στη μακρινή Αμέρικα.
Όχι για πάντα, μα για λίγο.
Ότι κρατώ μια μπύρα
κι ένα σακούλι με αχνιστό ποπκόρν
σ έναν αγώνα μπέιζμπολ ή μπάσκετ.

Ο νους μου, ανεξίτηλα ελληνικός,
μάτια δεν έχει για το σκορ
μα μοναχά για τις cheerleaders.

Χάνεται στα ξανθά μαλλιά
του κοριτσιού απ τη Νεμπράσκα
στα χείλη της Οχάιο
στα πισινά της Αλαμπάμα
στα υπερβολικά βυζιά απ’ το Κεντάκυ

στο άγριο μουνί απ’ το Κονέκτικατ
που ξεχειλίζει
απ’ το τρίχρωμο ριγέ κολλάν
των
Ηνωμένων πολιτειών
των
Ηνωμένων οργασμών
των
Ηνωμένων βιασμών
των
Ηνωμένων δικτατοριών
των
Ηνωμένων βομβαρδισμών…

Etats Unis,
μουνί, μουνί
Usa,
παρτούζα
United states,
my prick she ates .

Αμέρικα, Αμέρικα
κράτα ανάσκελη τα πόδια ψηλά
με το μουνί σου να λάμπει στη νύχτα
σαν τα φανάρια μιας μπουίκ,
σαν τα φανάρια μιας πόντιακ

Κάνε ολισθηρό το οδόστρωμα
με το υγρό των οργασμών σου
όταν φρενάρει η κάμπριο επανάσταση
που οδηγεί ο Τσε
και που του δίνει οδηγίες ο Φιντέλ
για αλλαγές ταχύτητας.

Άνοιξε Αμερική το πορτμπαγκάζ σου
όπως η μις Αϊντάχο ανοίγει τα καπούλια της
στα όνειρα του Ντάρκο και του Βλάνταν
κι άλλων Σέρβων.

Γίνε Αμερική ο Άγιος Σεμπάστιαν
και δέσου σε κορμό
μα να σαι ολόγυμνη
κι εμείς,
Σιού, Κομάντσι
και των μεγάλων πεδιάδων όλες οι φυλές,
να σου τοξεύουμε φαλλούς
μέχρι θανάτου.

Άνοιξε Αμερική να γκαστρωθείς σαν ουρανός
όταν διάττοντες αστέρες
είναι ριπές σπερμάτων στα βυζιά σου

είναι ο αχνιστός ο κάλυκας
που άφησες
όταν πυροβολούσες στο Ιράκ
την παρθενία του μυαλού μας

ειν’ ένα σαραβαλιασμένο τανκς
στην έρημο του Αφγανιστάν
που μέσα του γαμεί ο Αμπντουλάχ,
ο δίχως δεξί πόδι,
τη Μέριλυν κι όλo το play boy.

Τέλειωνε Αμέρικα το ματς.
Δεν θα νικήσει η ομάδα σου.
Δεν θα χαρούν οι φίλαθλοί σου.
Εκκένωσε το στάδιο.

Γύρνα ξανά στην Ιρλανδία σου, στην Ιταλία , στην Ελλάδα
Γύρνα ξανά στην Κίνα σου, στην Αφρική, στην Ισπανία

Άσε μας μόνους στο γρασίδι του σταδίου σου
Άσε μας μόνο τις cheerleaders

Αναδημοσίευση από Bibliotheque