Λίγα λόγια για το μυθιστόρημα της Ντέλια Όουενς «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» (εκδ. Δώμα)

Δεν το παράτησα από τις πρώτες σελίδες καθώς δεν έχω συνηθίσει σε τέτοιες διαδικασίες αλλά το «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» της Ντέλια Όουενς (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Δώμα) είναι ένα βιβλίο που δεν κατάφερε να με κερδίσει. Ξεκινάει σχετικά καλά, χωρίς να εντυπωσιάζει, και καταλήγει σ’ ένα βιβλίο χειρότερο και από τα παλιά Άρλεκιν. Ίσως η περιγραφή μου είναι υπερβολική αλλά αυτό δεν αλλάζει ότι είναι ένα φλύαρο, μελό – σε βαθμό που εκβιάζει το συναίσθημα και συνολικά ένα αδιάφορο βιβλίο. Διάβασα σε μια κριτική αναγνώστριας ότι το μυθιστόρημα παραθέτει την εικόνα μια πατριαρχικής κοινωνίας «σε όλο το μεγαλείο της» ενώ σε άλλο σημείο ότι αποτελεί μια ιστορία ενηλικίωσης. Θα συμφωνήσω και με τις δύο παρατηρήσεις. Συγκεκριμένα οι «Καραβίδες» περιέχουν, μεταξύ άλλων, ένα αστυνομικό μυστήριο, φυλετικές διακρίσεις, ματαιωμένους έρωτες, οικογενειακά δράματα και γενικότερα μια κοινωνική ματιά. Αρκούν όμως αυτές οι θεματικές για ένα λογοτεχνικό έργο αξιώσεων; Από τη δική μου πλευρά η απάντηση είναι αρνητική. Θα συμπληρώσω ακόμα ότι η κατάχρηση τέτοιων θεματικών, των οποίων δεν αρνούμαι την αξία τους ούτε και τους κοινωνικούς λόγους πίσω από αυτές, μπορεί εύκολα να λειτουργήσει ως ένας παραμορφωτικός καθρέφτης για συγγραφείς και αναγνώστες. Με λίγα λόγια, δεν αποτελούν τη συνταγή για ένα πετυχημένο καλλιτεχνικά έργο ενώ παράλληλα δυσκολεύουν τους δημιουργούς και το κοινό από το να εκτιμήσουν την πραγματική αξία του. Από την άλλη, ενισχύουν σημαντικά στις πωλήσεις… Συμπερασματικά, η λογοτεχνική αξία των «Καραβίδων» είναι δυσανάλογη της – υπερβολικής – διαφήμισης που απολαμβάνουν μέχρι και σήμερα.

Σχόλιο: Ειρηναίος Μαράκης, 17-18/4/2023

Advertisement

Ελένη Χαϊμάνη, Δύο ποιήματα (από την Τρίτη βάρδια, εκδ. Σμίλη)

Έλαβα πριν λίγες μέρες με το ταχυδρομείο την τρίτη ποιητική συλλογή της Ελένης Χαϊμάνη «Η Τρίτη βάρδια» που κυκλοφορεί από τις αξιόλογες εκδόσεις Σμίλη (Φεβρουάριος 2023). Το εξώφυλλο εμπνεύστηκε και σχεδίασε ο Θοδωρής Αρσένης. Με μια πρώτη, αναγκαστικά πολύ πρόχειρη ματιά επιλέγω και παραθέτω δύο ποιήματα. Περισσότερα σε επόμενη ανάρτηση.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Κάμποσα χρόνια διεύθυνση δεν είχαμε ποτές
στιχάκια μόνο γράψαμε στην εποχή της κρίσης,
άξιοι παίχτες μιας ζωής, αφού κι οι αρπαχτές
ομόρριζες μας δίνανε τις ηδονές της χρήσης∙

μας ξελογιάσαν οι μορφές που βλέπαμε στην ύλη
σκαρώνοντας τους στίχους μας, πάντοτε prima vista,
σε ό,τι είπαμε, λοιπόν, σαφώς θα πουν κι οι φίλοι:
«Απ’ όλα αυτά που έγραψες, πάρ’ τα μισά και σβήσ’ τα!».

Πώς μόνοιασαν τα βλέμματα μ’ αυτά της οροφής:
«Θα πάς αύριο για δουλειά; Θα σηκωθείς να λάμψεις;»
και έπεφτεν απάνω μας μιας θλίψης μας κρυφής,
το κάλεσμα, σαν τη βρισιά: «Οι ποιητές της κάμψης!»

Κι αν είν’ η τύχη και για μας ίδια με του Φιλύρα,
αν είναι μοίρα της ζωής όπως του Καρυωτάκη,
να μαραζώσουμε κι εμείς απ’ του τρελού την ψείρα;
«Σήκω, τράβηξε για δουλειά, μικρό μου εμποράκι!»

(Σελ. 12)

ΣΦΑΓΕΙΑ

Δεν είναι μόνʼ υπάλληλοι του κάθε Δημοσίου,
πʼ αισθάνονται τον τράχηλο στη βάση του λαιμού.
Υπάρχουν παντα άνθρωποι ενός βίου αθλίου
να τρέφονται οι προύχοντες σε μια εποχή λιμού·

σα να περνάει η μάχαιρα στον τόπο του σφαγείου
το αίμα, λες, στο σώμα τους πόσο φριχτ’ αναβλύζει
στα χέρια ενός απίστευτου που μας βαστά ηλιθίου
και ο καθένας από μας, μες στα κρυφά του, βρίζει.

Το αίμα στο κορμάκι τους πόσο πολύ πυρώνει·
σφαχτάρια ωραία, εύρωστα και μόσχοι σιτευτοί
που νιώθουνε να βρίσκονται σε τόπο τούτο μόνοι,
σφαχτάρια κι οι δημόσιοι κι οι ιδιωτικοί.

(Σελ. 11)

  • Η Ελένη Χαϊμάνη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980, με καταγωγή από τη Φωκίδα. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Η Τρίτη βάρδια είναι η τρίτη της ποιητική συλλογή. Άλλες ποιητικές συλλογές: Η ποίηση στα πλαϊνά των στίχων, Εκδόσεις Οστρια (Αθήνα, 2015) και Οιστρογόνα, Ποιήματα, Ιωλκός (Αθήνα, 2018)

Ποίηση: Λεωνίδας Κακάρογλου, Η πρωτεύουσα των δακρύων, Εκδόσεις Εστία (Οκτώβριος 2022)

Η μνήμη, ο έρωτας, τα δάκρυα, η αφόρητη νύχτα, ο ποιητής ως σπιούνος της αγάπης, η Κυριακή που όταν κουρνιάζει στη νύχτα της γίνεται Δευτέρα, ένα ποίημα – μήνυμα προς τους νεότερους ποιητές, αυτός είναι ο κόσμος του Λεωνίδα Κακάρογλου. Ένα ταξίδι στο συναισθηματικό κόσμο του δημιουργού με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να ταυτίζονται μαζί του, αυτή είναι “Η πρωτεύουσα των δακρύων” που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις της Εστίας. Είναι μια ποιητική συλλογή, με λιτές εκφράσεις και πλούσια συναισθήματα, χωρίς περιττά στολίδια και χωρίς κόλπα φτηνού εντυπωσιασμού που κερδίζει τους αναγνώστες. Ο Κακάρογλου χρησιμοποιεί διάφορα στοιχεία θεατρικότητας η οποία επιτυγχάνεται τόσο από λέξεις κλειδιά που οδηγούν σε μια γόνιμη αλληλεπίδραση του αναγνώστη με το κείμενο, όσο και από τη γενικότερη σκηνοθεσία που δημιουργεί. Με αφορμή την προηγούμενη παρατήρηση τολμώ να πω ότι τα ποιήματα της “Πρωτεύουσας των δακρύων” θα μπορούσαν να παρουσιαστούν στο κοινό μέσα μιας θεατρικής παράστασης όπου μέσα από τα παιγνίδια με τον φωτισμό και τη χρήση ελαχίστων αντικειμένων ξεπερνώντας τα όρια που βάζει μια συνηθισμένη απαγγελία όπως αυτές που συναντάμε σε διάφορες παρουσιάσεις. Αυτό όμως είναι μόνο μια άποψη. Όπως και να έχει, το βιβλίο του Κακάρογλου αξίζει να διαβαστεί. Τόσο από τους φίλους του συγγραφέα, όσο και από εκείνους που στην τέχνη αναζητούν το γνήσιο και το αυθεντικό.

Σχόλιο: Ειρηναίος Μαράκης, Χανιά, 5.4.2023

Θανάσης Βέγγος & Γκιζέλα Ντάλι, Φωτογράφος και μοντέλο | Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης (1963)

Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης είναι μια ελληνική κινηματογραφική κωμική ταινία του 1963, σε παραγωγή Καραγιάννης – Καρατζόπουλος και σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου. Το έργο αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Χρήστου Γιαννακόπουλου με τον ίδιο τίτλο. Το σενάριο της ταινίας το επιμελήθηκε ο Σακελλάριος με τον Γιαννακόπουλο. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Θανάσης Βέγγος, με μία πλειάδα μεγάλων ηθοποιών της εποχής: Μαρίκα Κρεββατά, Γιώργος Γαβριηλίδης, Νίκη Λινάρδου, Γιάννης Βογιατζής κ.ά.

Ο Θανάσης Βέγγος υποδύεται έναν φτωχό επαρχιώτη που εγκαθίσταται στην Αθήνα αναζητώντας δουλειά κι επειδή έχει μεγάλη ανάγκη δέχεται όποια δουλειά του προσφέρουν, από σερβιτόρος και φωτογράφος μέχρι βοηθός φαρμακοποιού και διαιτητής αγώνων πυγμαχίας. Δυστυχώς για τον ίδιο, δεν καταφέρνει να στεριώσει πουθενά και βιώνοντας κωμικοτραγικές καταστάσεις στο τέλος αναγκάζεται να επιστρέψει στο χωριό του.

Ιδιοκτήτης φωτογραφείου

Αφού χηρεύει μία γνωστή του, αναλαμβάνει το φωτογραφείο του άντρα της, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Εκεί έρχονται 3 πελάτες: ένας να πάρει τις φωτογραφίες του (οι οποίες είναι χάλια), μία οικογένεια και μία χορεύτρια. Το πρόβλημα του Θανάση ήταν ότι δεν μπορούσε να βγάλει όλους όσους ήταν στο πλάνο, του έφευγε «ο άκρος δεξιός». Έτσι έγινε μεγάλος αγώνας για να φωτογραφίσει την οικογένεια. Τέλος ήρθε μία χορεύτρια, η οποία ήθελε να βγάλει προκλητικές φωτογραφίες. Το καλλίγραμμο σώμα της ζάλισε τον Θανάση και λιποθύμησε.

(Βίκιπαιδεία)

«Αμ, αναστήσαμε Αγησίλαε! Αναστήσαμε!»

Ο Δημήτρης Χορν στην ταινία «Αλίμονο στους νέους» (1961) με τους Μάρω Κοντού, Ανδρέα Ντούζο, Σπύρο Μουσούρη. Σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου και βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου.

Χρόνια πολλά σε όλους και όλες!

Λίγα λόγια για την ποιητική συλλογή του Ευά Παπαδάκη «μερακλίνα / κουκιμπιμπέρισσα / ομπλαντί»

Υπάρχουν βιβλία που τα διαβάζεις και χάνεσαι μέσα τους, που δακρύζεις, γελάς ή/και στεναχωριέσαι, γιατί αγγίζουν την επικαιρότητα, τις ανάγκες του καθημερινού ανθρώπου ή γιατί έρχονται σε ευθεία ή έμμεση σύγκρουση με κατεστημένες θεωρίες και αντιλήψεις (στα ζητήματα του φύλου, της πολιτικής της κοινωνίας, της γλώσσας και της κριτικής). Παράλληλα υπάρχουν άλλα βιβλία χωρίς την παραπάνω στόχευση αλλά που πολλές φορές καταφέρνουν να μιλήσουν για άπειρα ζητήματα που κερδίζουν την εμπιστοσύνη του αναγνώστη. Τα περισσότερα έχουν στα εφόδια τους μια άλφα ή βήτα κοινωνική, αισθητική, λογοτεχνική αντίληψη που τα καθορίζει και που την ίδια ώρα καθορίζουν με τη σειρά τους τόσο τον δημιουργό όσο και τους αναγνώστες. Το εξωτερικό περιβάλλον παίζει το δικό του ρόλο σε διάφορες περιπτώσεις.

Υπάρχουν και τα βιβλία που δεν έχουν να πουν τίποτα ή, ακόμα χειρότερα, δεν εμπνέουν όσο και αν το προσπαθούν. Μπορεί να βραβεύονται, να τα αγκαλιάζει η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού στο οποίο αναφέρονται, να διαφημίζονται μέσα από ένα πλήθος φορέων και επαινετικών παρουσιάσεων που καμώνονται τις βιβλιοκριτικές και τα κείμενα θέσεων αλλά στην πραγματικότητα, χωρίς τα εξωτερικά τους υποστυλώματα δεν είναι τίποτα.

Ένα τέτοιο βιβλίο είναι η πρώτη συλλογή του Ευά Παπαδάκη μερακλίνα / κουκιμπιμπέρισσα / ομπλαντί που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στιγμός (εκδοτική σειρά «αλλότρια»). Σύμφωνα με τον Χάρη Οταμπάση στον Αναγνώστη «Στα πάνω από ογδόντα ποιήματα της συλλογής, κάθε έμφυλη βεβαιότητα δοκιμάζεται με τρόπο ακραία υπονομευτικό σε όλα τα επίπεδα εκφοράς της» ενώ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «Ο δημιουργός επενδύει σε μια αμοιβαία και συστατική σχέση ανάμεσα στην ετεροκανονικότητα και την κυρίαρχη κουλτούρα με το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Επιχειρώντας συνεχείς διασπά­σεις και επαναδιασπάσεις της στιχουργικής ενότητας, καθώς και λεκτικά παιχνίδια με λέξεις που μετατρέπονται σε φράσεις, φράσεις που καταλήγουν σε παραλλαγές και επαναλήψεις μίας και μοναδικής λέξης – όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με το ρήμα αγαπάω στο ποίημα «Αχινός», που καταλήγει να αντηχεί και να σημαίνει γαμάω: «αγαπώ που αγαπάς| / που σε αγαπάω| / κι αγαπάς που/ σε αγαπώ αγαπώντας σε |/ αγαπιόμαστε αγαπημένα| / κι ως αγαπημένες| / αγαπιέται η πλάση/ όλοι|», ο Ε. Παπαδάκης υπονομεύει κάθε έννοια του κανονιστικού λόγου, των κανο­νιστικών πρακτικών και των εξουσιαστικών ταυτοτήτων». (Queer ποίηση τώρα – Η περίπτωση του Ευά Παπαδάκης, 10 Μαρτίου 2023)

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ευά Παπαδάκης έχει λάβει εξ ημισείας το βραβείο Γιάννη Βαρβέρη της Εταιρείας Συγγραφέων. Στο σκεπτικό της απόφασης διαβάζουμε ότι «Το βιβλίο του Παπαδάκη συνιστά μια ερευνητική και αναγνωστική πρόκληση/πρόσκληση. Κινείται έξω από κάθε νομιμοποιητικό πεδίο, ενάντια σε κάθε τι ευχάριστο και καθησυχαστικό. […] Αξιοποιεί το γλωσσικό χάος που μας περιβάλλει και το ενσωματώνει στο κείμενό του προκειμένου να αποδώσει στην εμπειρία της έμφυλης ρευστότητας την ιδιόλεκτό της. Στην Πρότασή του πρωταγωνιστεί το σώμα, με τις λειτουργίες του και τις επιθυμίες του, αλλά και το ιστορικό τραυμάτων, βιωμάτων και εμπειριών».

«Η συλλογή του πρωτοεμφανιζόμενου Ευά Παπαδάκη με τον σχεδόν αλλόκοτο τίτλο Μερακλίνα, κουκιμπιμπέρισσα, ομπλαντί, η οποία εκδόθηκε σε τετραχρωμία από τον τολμηρό εκδοτικά Στιγμό, κινείται στο μεταίχμιο γραμματολογικών (και μη) ειδών, χαρακτηρίζεται από μια προσπάθεια γλωσσικής και τυπογραφικής υπέρβασης, ενώ ως ποιητική σύλληψη αποπειράται να θέσει στο κέντρο της φωνές λιγότερο ηχηρές. Έτσι, το κείμενο οργανώνεται δραματικά, προκειμένου να αποτελέσει έναν διάλογο, του οποίου πρόσωπα αποτελούν η Μερακλίνα, η Κουκιμπιμπέρισσα και το Ομπλαντί» αναφέρει με τη σειρά του ο Παναγιώτης Ελ Γκεντί (Το κουήρ ως μη συντελεσμένο
Χάρτης 39 {Μάρτιος 2022}.

Και κάπου εδώ ερχόμαστε στην αρχή της παρέμβασης μου σχετικά με τα βιβλία που δεν έχουν να πουν τίποτα. Η ποιητική συλλογή του Ευά ανήκει σε αυτή την κατηγορία για ένα και μόνο λόγο: δεν έχει τη δυνατότητα να εμπνεύσει τους αναγνώστες/ριες/@. Αντίθετα η αποδοχή της σε μέρος του κοινού καθορίζεται από εξωλογοτεχνικές καταστάσεις όπως την ανάγκη ορατότητας των queer ατόμων και της ανάδειξης των έμφυλων ζητημάτων και δικαιωμάτων αλλά και από κριτικές όπως αυτές που αναφέρω παραπάνω. Στην πραγματικότητα, η ποιητική εργασία του Ευά κουράζει τον αναγνώστη με την επίδειξη ύφους και τις υποτιθέμενες γλωσσικές και τυπογραφικές υπερβάσεις. Η πρόθεση του δημιουργού είναι αγνή και αξιέπαινη ενώ δεν λείπει το ταλέντο και η ευαισθησία αλλά αυτά δεν αρκούν για μια ποιητική συλλογή αξιώσεων.

Ειρηναίος Μαράκης
6.4.2023

Παγκόσμια μέρα ποίησης | Ραδιοφωνική εκπομπή στον Επικοινωνία 94FM (17.3.2018)

Εκπομπή, που μεταδόθηκε το Σάββατο 17/3/2018 και ώρα 11:00, στον Επικοινωνία 94FM με γενικό τίτλο Go On με θέμα: Παγκόσμια μέρα ποίησης. Διαβάστηκαν ποιήματα των: Κώστα Καρυωτάκη, Ασημίνας Ξηρογιάννη, Ανδρέα Εμπειρίκου, Αργύρη Χιόνη, Μιχάλη Γκανά, Ειρηναίου Μαράκη, Νίκου Εγγονόπουλου, Κατερινας Ζησάκη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Γιώργου Βλάχου, Γιώργη Παυλόπουλου, Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου, Γιάννη Πατίλη, Θεοχάρη Παπαδόπουλου, Βύρωνα Λεοντάρη, και Ντέμη Κωνσταντινίδη. Στην επιλογή των ποιημάτων και των τραγουδιών ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος. Στον ήχο η Βαλέρια Αράπη.

Ποίημα: Λόρενς Φερλινγκέτι, Σκυλί

Λόρενς Φερλινγκέτι, Σκυλί

Το σκυλί τρέχει ελεύθερο στο δρόμο
Και βλέπει την πραγματικότητα
Και όσα βλέπει
Είναι πιο μεγάλα απ’ αυτό
Και όσα βλέπει
Είναι η πραγματικότητά του
Φεγγάρια σε δέντρα επάνω
Μεθυσμένους σε κατώφλια
Το σκυλί τρέχει ελεύθερο στο δρόμο
Και όσα βλέπει
Είναι μικρότερα απ’ αυτό
Ψάρια σ’ εφημερίδες
Μυρμήγκια σε τρύπες
Κοτόπουλα σε βιτρίνες της Τσάιναταουν
Με τα κεφάλια τους ένα τετράγωνο πιο κάτω
Το σκυλί τρέχει ελεύθερο στο δρόμο
Και όσα μυρίζει
Μυρίζουν λίγο σαν κι αυτό
Το σκυλί τρέχει ελεύθερο στο δρόμο
Περνάει λακούβες και μωρά
Γάτες και πούρα
Μπιλιάρδα κι αστυνομικούς
Δεν τους μισεί τους μπάτσους
Απλώς καμία ανάγκη δεν τους έχει
Κι έτσι προσπερνά κι αυτούς
Και τις νεκρές γελάδες στην κρεαταγορά του Σαν Φρανσίσκο
Προτιμάει τρυφερές γελάδες για φαϊ
Παρά σκληρούς αστυνομικούς
Αλλά όποιο τύχει, καλό είναι
Και προσπερνάει το εργοστάσιο «Ραβιόλια Ρόμεο»
Και τον Πύργο Κόιτ
Και τον βουλευτή κύριο Ντόυλ
Τον Πύργο Κόιτ τον φοβάται
Όχι όμως και τον βουλευτή τον κύριο Ντόυλ
Αν και ακούει πράγματα πολύ αποθαρρυντικά
Πολύ καταθλιπτικά
Πολύ παράλογα
Για ένα τέτοιο λυπημένο νεαρό σκυλί
Για ένα τέτοιο σοβαρό σκυλί
Έχει όμως τον δικό του κόσμο ελευθερίας για να ζει
Δικούς του ψύλλους για να μασουλάει
Φίμωτρο δεν μπαίνει επάνω του
Για το σκυλί
Ο βουλευτής ο κύριος Ντόυλ δεν είναι παρά ένας
Ακόμα πυροσβεστικός κρουνός
Το σκυλί τρέχει ελεύθερο στο δρόμο
Κι έχει τη δική του σκυλίσια ζωή να ζει
Και να σκεφτεί
Να στοχαστεί
Ν’ αγγίξει, να γευτεί να τα ελεγξει όλα
Όλα να τα ερευνήσει
Χωρίς το πλεονέκτημα της ψευδορκίας
Πραγματικός πραγματιστής
Με ιστορίες πραγματικές
Και μια ουρά για να τις λέει
Ένα αληθινό
Φωνακλάδικο
Δημοκρατικό σκυλί
Που ξέρει από αληθινή
Ελευθερία του επιχειρείν
Που έχει πράγματα να πει
Περί οντολογίας
Πράγματα να πει
Περί πραγματικότητας
Πώς να τη βλέπεις
Και πώς να την ακούς
Με το κεφάλι του γερμένο λίγο πλάι
Στων δρόμων τις γωνίες
Λες κι ετοιμάζεται
Να κάνει φωτογράφηση
Για τη Victor Records
Ή σαν να αφουγκράζεται
τη His Master’s voice
Κοιτώντας
Σαν ζωντανό ερωτηματικό
Μες στο μεγάλο
Γραμμόφωνο
Της παράξενης τούτης ύπαρξης
Με το θαυμαστό, κούφιο χωνί της
Που όλο μοιάζει
Έτοιμο να φτύσει
Μια νικηφόρα απάντηση
Για τα πάντα.

Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, ειδικά για το dim/art | Περιλαμβάνεται στο κείμενο “Τα Σκυλιά της πόλης” της Stucano Closer


Dog by Lawrence Ferlinghetti

The dog trots freely in the street
and sees reality
and the things he sees
are bigger than himself
and the things he sees
are his reality
Drunks in doorways
Moons on trees
The dog trots freely thru the street
and the things he sees
are smaller than himself
Fish on newsprint
Ants in holes
Chickens in Chinatown windows
their heads a block away
The dog trots freely in the street
and the things he smells
smell something like himself
The dog trots freely in the street
past puddles and babies
cats and cigars
poolrooms and policemen
He doesn’t hate cops
He merely has no use for them
and he goes past them
and past the dead cows hung up whole
in front of the San Francisco Meat Market
He would rather eat a tender cow
than a tough policeman
though either might do
And he goes past the Romeo Ravioli Factory
and past Coit’s Tower
and past Congressman Doyle
He’s afraid of Coit’s Tower
but he’s not afraid of Congressman Doyle
although what he hears is very discouraging
very depressing
very absurd
to a sad young dog like himself
to a serious dog like himself
But he has his own free world to live in
His own fleas to eat
He will not be muzzled
Congressman Doyle is just another
fire hydrant
to him
The dog trots freely in the street
and has his own dog’s life to live
and to think about
and to reflect upon
touching and tasting and testing everything
investigating everything
without benefit of perjury
a real realist
with a real tale to tell
and a real tail to tell it with
a real live
barking
democratic dog
engaged in real
free enterprise
with something to say
about ontology
something to say
about reality
and how to see it
and how to hear it
with his head cocked sideways
at streetcorners
as if he is just about to have
his picture taken
for Victor Records
listening for
His Master’s Voice
and looking
like a living questionmark
into the
great gramaphone
of puzzling existence
with its wondrous hollow horn
which always seems
just about to spout forth
some Victorious answer
to everything

Lawrence Ferlinghetti, A Coney Island of the Mind: Poems (New Directions Publishing Corporation, 1958)

Πηγή

Φωτογραφίες: Ειρηναίος Μαράκης #eirmar_photos

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Γιάννης Ρίτσος, Μικρὴ σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον

Ι.

Πλῆθος λεμόνια
ἐπάνω στὸ τραπέζι
στὶς καρέκλες
στὸ κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν τὸ σῶμα σου
μ᾿ ἀρέσει ποὺ βρέχει
νύχτα μὲ χίλια λεμόνια
καὶ ξαφνικὰ ὁ φακὸς τοῦ δασοφύλακα
νὰ σταματάει τοὺς βρεγμένους λαγοὺς
στὰ πισινά τους πόδια.

Διακοφτὸ 18.11.80

ΙΙ.

Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα
πόσα καὶ πόσα λάθη
μ᾿ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι
στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου
ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑπόστεγο
βρέχει ὅλη μέρα
ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο
ἀπ᾿ τὰ λούκια στὸ δρόμο
παρότι τὸ ξέρω
αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο
εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά.

Ἀθήνα 18.11.80

ΙΙΙ.

Τὸ σῶμα -λέει-
στὴ γενική: τοῦ σώματος
καὶ γενικὰ τὸ σῶμα
ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω
παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα
μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς
στὰ διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς
στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια-
τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω
ἀπ᾿ τὸ σῶμα σου
ἕως τὸ σῶμα σου.

Ἀθήνα 19.11.80

Συλλογὴ «Τὰ Ἐρωτικά», 1981, ἐκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ» (ἀποσπάσματα)

Πηγή

Τα κηδειόχαρτα, του Ειρηναίου Μαράκη

Ο θάνατος ουδέν προς ημάς· το γαρ διαλυθέν αναισθητεί· το δ’ αναισθητούν ουδέν προς ημάς.*
Επίκουρος, Αρχαίος φιλόσοφος (341-270 π.Χ.)

-82 χρονών, νέος!
-Πάει και αυτός…

Η ενημερώση για τις κηδείες και τα μνημόσυνα όσο και αν φαντάζει μακάβρια άλλο τόσο αποτελεί στοιχείο της καθημερινής ζωής. Αν έχεις οξυμένη την ακοή σου, δηλαδή εάν είσαι λιγάκι κουτσομπόλης, και βέβαια αν συχνάζεις στην πλατεία Αγοράς στα Χανιά τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην καταγράψεις σχόλια και συζητήσεις όπως τα παραπάνω.

-Αμ, αυτός εδώ; 85 χρονών!
-Φεύγουν γρήγορα οι νέοι άνθρωποι…

Κάτι τέτοια σχολίαζαν οι δύο κύριοι της πρώτης φωτογραφίας. Γρήγορα τους απαθανάτισα με τη φωτογραφική του κινητού κι ύστερα περίμενα υπομονετικά να διαβάσουν ένα ένα τα κηδειόχαρτα και να φύγουν. Αργότερα ήρθαν και άλλοι.

Παρατήρησα τα πρόσωπα με τη σειρά μου. Δεν διάβασα τα κείμενα. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι δίπλα από τα έτη που έφτασαν στη ζωή έχουν τη φωτογραφία της ταυτότητας που παραπέμπει στα χρόνια της νεότητας: εδώ ένας νεαρός παπάς, εκεί ένας φαντάρος, αλλού ένας μεσόκοπος δημόσιος υπάλληλος. Ελάχιστες αναγγελίες θανάτου έχουν μια εικόνα με το πρόσωπο του νεκρού όπως ήταν την τελευταία μέρα που είδε το φως. Και οι νέοι που δεν πρόλαβαν να ζήσουν εκεί: με το σκουλαρίκι, με τη χρυσή καδένα τους, με ένα ελαφρό μειδίαμα, με το ατίθασο βλέμμα και με τα όνειρα τους. Υστερα κοίταξα τους διαβάτες. Εύκολα, σκέφτηκα, μπορείς να βρεθείς από το δρόμο που ζωντανός τρέχεις στη δουλειά σου, στην υποχρέωση σου, στο άγχος σου, στον έρωτα σου, σε ένα κομμάτι χαρτί που αύριο θα αντικατασταθεί με άλλα πανομοιότυπα χαρτιά.

Η ενημερώση για τις κηδείες και τα μνημόσυνα όσο και αν φαντάζει μακάβρια άλλο τόσο αποτελεί στοιχείο της καθημερινής ζωής. Δεν διαβάζουν όλοι τα κηδειόσημα. Αρκεί να επιβεβαιώσουν ότι κέρδισαν ακόμα μια μέρα ζωντανοί ώστε να μπουν την επόμενη μέρα με ανανεωμένη δύναμη στο ρινγκ της επιβίωσης.

*Ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, γιατί αυτό που αποσυντίθεται δεν έχει αισθήσεις και ό,τι είναι χωρίς αισθήσεις δεν είναι τίποτε για μας.

Ακούμε: Μάρκος Βαμβακάρης, Είναι πικρός ο θάνατος (Πειραιώτικος μανές, 1934) | Μπουζούκι: Μάρκος Βαμβακάρης, Κιθάρα: Κώστας Σκαρβέλης

Σχόλιο, φωτογραφίες: Ειρηναίος Μαράκης, 18/2/2022