Γιάννης Μπεράτης, Καφές στη χούφτα (από το Πλατύ ποτάμι)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ, ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΧΟΥΦΤΑ *

Διαβάζω σε διάφορες σελίδες ότι από τον επόμενο μήνα θα χρειαζόμαστε τρία ευρώ (3 €) για τον καφέ στο χέρι. Άντε, λίγο ακόμα θέλουμε για να τον τρώμε ωμό μέσα από τη χούφτα μας, όπως στο περιστατικό που περιγράφει ο Γιάννης Μπεράτης στο εξαιρετικό μυθιστόρημα «Το πλατύ ποτάμι» (πρωτοεκδόθηκε το 1946 από τις εκδόσεις Ερμής). Ο Μπεράτης υπηρέτησε ως εθελοντής με το βαθμό του ανθυπολοχαγού στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα:

Από μέσα (φαίνεται πως τα πράματα κάπου σκαλώσανε) ακούγανε συνεχώς (ας ήταν η πόρτα κλειστή) κουδουνίσματα κι αδιάκοπες τηλεφωνικές κλήσεις. Ε! που να πάρ’ η οργή που να μην ξέρει αυτός Ιταλικά να καταλάβει κάτι… Εκεί θα ‘πρεπε να ‘ναι κάποιος που να ξέρει κάπως αυτά τα ιταλικά.

— Ξέρεις, Μπεράτη, τον διέκοψε ο Σγουρός, πως κάναμε μεγάλη βλακεία που δε σε ντύσαμε εσένα στρατιώτη, και δε σε στείλαμε; Ε! που να πάρει η ευχή!

— Εγώ, κύριε Διοικητά, θα ‘μουνα πρόθυμος — αλλά, καταλαβαίνετε, πρώτη μέρα που ‘ρθα εδώ, κι έτσι ακατατόπιστος… δεν ήξερα ακόμη αν έχω το δικαίωμα να το ζητήσω… κι αφού δεν μου ‘πατε και τίποτα…

— Και δεν το ‘λεγες, μωρέ παιδί! και δεν το ‘λεγες! Αχ! με κάνεις και σκάω τώρα, μωρέ Μπεράτη! — κι ο Σγουρός με το τακούνι της μπότας του κοπάνισε μια γερή στο καταφλογισμένο κούτσουρο που ήτανε δίπλα του.

Έλα, μωρέ λοχία — καλός και άξιος είσαι, μα κάνεις και δεκαπέντε ώρες να μας τα πεις, μωρέ παιδάκι μου.

Μα τι να σου πει, κύριε Διοικητά; Μήπως δε στα λέει…

— Είσαστε κουρασμένοι, παιδιά; είπε άξαφνα ο Σγουρός.

Μπα που είναι κουρασμένοι! Και να ‘ναι λίγο κουρασμένοι, τι σημασία έχουν όλ’ αυτά, κύριε Διοικητά. Άκου λοιπόν, το παρακάτω. Δεν τους είπες να σου τα πουν όλα με το νι και με το σίγμα; Λοιπόν κουδουνούσανε από μέσα, κουδουνούσανε, και φαίνεται πως γινόταν μεγάλη φασαρία και πως δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν και κάπως τα ‘χανε χάσει, κύριε Διοικητά, έτσι που τους ήρθε ξαφνικά το γράμμα και δεν ξέρανε τι να κάνουν κι όλο ρωτούσαν από δω κι από κει για τι απάντηση να δώσουν και μου φαίνεται (ας μην καταλαβαίνω ιταλικά) πως δεν μπορούσαν να βρουν τον αρμόδιο κι ο ένας τους ξαπόστελνε στον άλλον — μια χάβρα*· χάβρα εβραίικη δηλαδή, κύριε Διοικητά. Τους ακούγαμε, και μεις καθόμαστε απ’ έξω, σε κείνο το παγκάκι που μας είχανε βάλει να καθίσουμε. Τώρα, μετά τα τσιγάρα, όλοι ήτανε δίπλα μας, γελούσαν κι όλο μας κάναν νοήματα — κι ένας λοχίας μέσα σ’ ένα κράνος μάς έφερε να μας τρατάρει καφέ.

— Καφέ; Πώς καφέ μέσα στο κράνος; είπε ο Σγουρός.

— Ναι, καφέ με ζάχαρη· ανακατεμένα.

— Πώς καφέ με ζάχαρη;

— Να, έτσι, χοντροκομμένο καφέ με ζάχαρη· ανακατεμένα.

— Και πώς το τρώνε αυτό; ρώταγε πάλι ο Σγουρός — έτσι;

— Ναι, έτσι, κύριε Διοικητά· με τη χούφτα.

— Άλλο και τούτο! — και λοιπόν;

— Καλό ήτανε, δε σου λέω όχι, μα να σου πω την αλήθεια, ούτ’ εγώ, ούτε ο Δημήτρης, στην αρχή, θέλαμε να πάρουμε — μα καταλαβαίνεις, για να μη τους προσβάλεις… πήραμε, επιτέλους, από μια χούφτα ο καθένας κι είπαμε κι ευχαριστώ. Και τότε μας φέρανε από δυο άσπρα ψωμάκια του καθενός και τυρί μέσα σε ασημένιο χαρτί, και δώσ’ του όλο και μαζευόντουσαν γύρω μας, μας αγκαλιάζανε από παντού κι όλο κάτι λέγανε. Εκείνοι μιλούσαν ιταλικά, εμείς απαντούσαμε ελληνικά — ο Θεός κι η ψυχή τους τι καταλάβανε· όσο καταλάβαμε κι εμείς. (Ο λοχίας κι ο Δημήτρης γελούσανε, βγάζανε απ’ τις τσέπες τους το τυρί και τα ψωμάκια για να μας τα δείξουν — κι όλο θέλανε να μας προσφέρουν κι εμάς).

Όχι, όχι, ευχαριστώ, έλεγε ο Σγουρός κι εγώ. Εμείς φάγαμε — ας τα κρατήσουν αυτοί.

Κάτσαμε πολλή ώρα έτσι, ώσπου βγήκε πάλι εκείνος ο αξιωματικός από μέσα και του ‘δωσε τούτο δω το γράμμα. Κι άκου να δεις! τώρα μόλις διάταξε να τους δέσουνε τα μάτια (που τους τα δέσανε αμέσως με δυο άσπρα μαντίλια), στην επιστροφή, αφού στον ερχομό είχανε δει ό,τι είχανε να δούνε! Άκου παλαβομάρες, κύριε Διοικητά!

* Ο τίτλος δικός μου για τις ανάγκες της ανάρτησης

Ο Γιάννης Μπεράτης (1904-1968) στη βεράντα του σπιτιού του. Καθιστός κρατά βιβλίο. Φωτογραφία του 1961. Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)- Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)

Ποίημα: Ειρηναίος Μαράκης, Σε λαϊκούς ρυθμούς

ΣΕ ΛΑΪΚΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ

Πεταμένα κεριά
πεταμένες ψυχές
«στα σκοτεινά σκυφτός βαδίζω»
όπως τραγουδά ο Κοροβίνης,
σε αναζητώ
στις έρημες γειτονιές
στα πάρκα
στα μπαρ
και σε βρίσκω
ανήμερα το Πάσχα
να ξεφαντώνεις
σε λαϊκούς ρυθμούς
αγκαλιά κρατώντας
τη θλίψη σου.

Ειρηναίος Μαράκης
Κυριακή του Πάσχα 5/5/2024

(πρώτη δημοσίευση)

***

Φωτογραφία: Φλόγα / Flame: Άννα Μαράκη – Rosemary Lavender

Φλόγα / Flame: ‘Αννα Μαράκη – Rosemary Lavnder @annoula.chania

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Ο παλιατζής, του Ντέμη Κωνσταντινίδη

ο παλιατζής

Έξω περνάει ο παλιατζής.
Ο ήλιος χρυσίζει το πάρκο απέναντι.
Τα πουλιά εξακολουθούν να τσακίζονται
πάνω στο μοντέρνο κτίριο με τους καθρέφτες.
Κι οι γέροι φυλακισμένοι στα μπαλκόνια
περιφέρουν αργά την απελπισία τους.

Ποίημα, φωτογραφία: Ντέμης Κωνσταντινίδης

(Η φωτογραφία από τη Θεσσαλονίκη)

Γράμμα στον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη: Κυριακάτικη βόλτα στο Σφηνάρι (4.2.2024)

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

Γιώργος Σεφέρης, «[Ο τόπος μας είναι κλειστός]»
Ι’, Μυθιστόρημα (απόσπασμα)
Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (19η έκδ.), σ. 55]

Δεν ήταν καθόλου χαμένη η Κυριακή εδώ στην επαρχία, κύριε Λάσκαρη*. Όταν στην πόλη των Χανίων κάνουν κατάληψη, για πολλοστή φορά, 6.000 Αμερικανοί στρατιώτες από το “Gerald Ford” και όταν στον Ομαλό και το Θέρισο γίνεται το αδιαχώρητο από επισκέπτες που θέλουν να παίξουν – και καλά κάνουν – στο χιόνι, λίγες λύσεις υπάρχουν. Είτε μένεις στο σπίτι σου, είτε φεύγεις για μια εκδρομή μακριά από το πλήθος του κόσμου. Άντε, έαν μείνεις στην πόλη υπάρχει η δυνατότητα να πας σε κανένα θέατρο, να δεις καμιά ταινία ή έστω, το ντέρμπι των δύο αιωνίων σε κάποιο μαγαζί.

Η σημερινή έξοδος έφερε την παρεά μας στο Σφηνάρι Κισσάμου, στα δυτικά του νομού. Φτάσαμε μέχρι κάτω στην παραλία. Σε αντίθεση με την κοσμοσυρροή που συναντήσαμε στα άλλα μέρη εδώ βασιλεύει η ησυχία, όπως συμβαίνει στα χωριά και όπου δεν έχει φτάσει ακόμα ο πολιτισμός της υπερκατανάλωσης. Ένα μικρό αλλά ορμητικό ρυάκι χύνονταν στη θάλασσα. Η έρημη παραλία, η θάλασσα που χόρευε στους ρυθμούς του χειμώνα, τα τσακισμένα αρμυρίκια, δυο τρεις ψάθινες ομπρέλες και δέντρα μπαίγνιο του ανέμου**, λάσπη, κρύο ήταν όλη κι όλη η εικόνα. Καθόλου δελεαστική για το μάτι του ένος ανθρώπου, μαθημένου στα τάμπλετ και στις κάθε λογής οθόνες. Και όμως, η μεγαλύτερη ατραξιόν του τοπίου ήταν ότι μπορούσες να κοιτάξεις μέχρι ψηλά στον ουρανό. Ε, κι αν είσαι εθισμένος στις μικροαπολαύσεις της ζωής στην πόλη θα κάνεις κι ένα τσιγάρο. Ακόμα κι αυτό, είμαι σίγουρος ότι θα έχει καλύτερη γεύση.

Τρεις ταβέρνες υπάρχουν στην παραλία. Καθίσαμε στην πρώτη, στον “Καπετάν Φειδία” απροετοίμαστοι για αυτό που θα αντιμετωπίσουμε. Πρόκειται για ένα μαγαζί, δέκα μέτρα από τη θάλασσα με το αντίστοιχο φαγητό, «εδώ είμαστε όλοι ψαράδες» μας τόνισαν, αλλά και κρεατικά. Μια ξυλόσομπα στη μέση του χώρου θέρμαινε αρκετά, φάγαμε καλά και πληρώσαμε… τα μαλλιά της κεφαλής μας. Χαλάλι όμως, γιατί γνωρίσαμε τον γέρο ιδιοκτήτη, μια γραφική φιγούρα με ναυτικό καπέλο, φουλάρι κι ένα παλτό που μας έκανε γνωριμία. (Αν φορούσα το ναυτικό μου παλτό, ίσως να τραγουδούσαμε και κανένα Καββαδία). Πρέπει να ξέρεις, ότι στην επαρχία οι άνθρωποι παραμένουν, όσο μπορούν κι όσο αντέχουν, απλοί. Σε χαιρετάνε όταν επισκεφτείς τον τόπο τους κι άμα λάχει πιάνουν και την κουβέντα. Και όχι, δεν το κάνουν μόνο για τα χρήματα που ασφαλώς υπάρχει και τέτοια στόχευση, σε αρκετές περιπτώσεις. Για παράδειγμα ο γέρος είναι ένας πολύ καλός δημοσιοσχετίστας αλλά και γνήσια φιλικός που αποτελεί ένα εξαιρετικό συνδυασμό για κάποιον που έχει αντίστοιχη επιχείρηση.

Όμως η συζήτηση είχε ενδιαφέρον. Ο γέρος που λες, κύριε Λάσκαρη, έχει 9 παιδιά, 11 εγγόνια και 12 δισέγγονα, έτσι μας είπε τουλάχιστον. Κέρασε την καθιερωμένη τσικουδιά με μεζέ και, αν τον άφηνες ή αν τον κέρναγες ένα σφηνάκι παραπάνω, θα έβγαζε μεροκάματο στο τραπέζι μας. Α, μας ρώτησε κι αν είμαστε παντρεμένοι. Κλασική ερώτηση. Κανένας από την παρεά δεν είναι. «Καλύτερα» απάντησε «κι εγώ που παντρεύτηκα, τι κατάλαβα;»

Πίσω στο σπίτι, κοιτάω ξανά τις φωτογραφίες. Γιατί νιώθω ότι έκανα ένα μεγάλο ταξίδι ενώ απλά απομακρύνθηκα μια ώρα κι ένα τέταρτο από το σπίτι μου; Καλή ερώτηση… Ανασάναμε πάντως κι αυτή την Κυριακή, μέχρι την επόμενη. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος της ημέρας. Ναι, δεν ήταν καθόλου χαμένη η Κυριακή εδώ στην επαρχία, κύριε Λάσκαρη.

Κείμενο, φωτογραφίες: Ειρηναίος Μαράκης

~

Εγκατάλειψη*

Έβρεχε,
έβρεχε πολύ

κι είχε βουλιάξει η ψυχή
στην υγρασία.

Ακόμη μια χαμένη Κυριακή,
εδώ, στην επαρχία.

Xρίστος Λάσκαρης

** Από το ποίημα του Νίκου Καββαδία, Αντίσταση. Αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζηδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα». Βρίσκεται στο βιβλίο «Μέλπω Αξιώτη, Ποιήματα», φιλολογική επιμέλεια Μαίρη Μικέ (εκδ. Κέδρος, 2001).

~

Ακούμε: Γιώργης Κουτσουρέλης, Γιώργος Τζιμάκης Σαράντα μέτρα θάλασσα, Μουσική-Στίχοι-Λαούτο: Γιώργης Κουτσουρέλης, Τραγούδι: Γιώργος Τζιμάκης (Απ’ τη συλλογή »Γιώργης Κουτσουρέλης ‎– 1935 – 1955 Αυθεντικές εκτελέσεις»). Δίσκος His Masters Voice Ελλάδος