Κυκλοφορεί με την «Εφημερίδα των Συντακτών» το Σάββατο, 21/11 το βιβλίο «Η Δολοκτονία». Πρόκειται για ένα από τα λιγότερα γνωστά έργα του Βασίλη Βασιλικού, εμπνευσμένο από τον μυστηριώδη θάνατο ενός αντιχουντικού αγωνιστή, του Γιώργου Μαυρογένη, στην Κοπεγχάγη το 1968.
Με βάση τα πραγματικά γεγονότα, ο συγγραφέας στήνει μια συναρπαστική νουβέλα, αποτίοντας φόρο τιμής στους Έλληνες αντιστασιακούς του εξωτερικού που πάλεψαν κατά της δικτατορίας και πολλοί χάθηκαν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Όπως γράφει ο Θανάσης Αγαθός*:
Η «Δολοκτονία» σύμφωνα με την πολύτιμη «Βιβλιογραφία του Βασίλη Βασιλικού 1949-1982», που συνέταξε ο Γιώργος Γιάνναρης (Δωρικός, 1982), γράφεται την περίοδο 1968-1971 και πρώτη φορά εκδίδεται αυτοτελώς στο Λονδίνο το 1971 από τις θρυλικές εκδόσεις «8 ½» (Τυπογραφεία Ερμής).
Από τα λιγότερο γνωστά κείμενα του Βασιλικού, η «Δολοκτονία» είναι μια νουβέλα εμπνευσμένη από τον Γιώργο Μαυρογένη, ακόλουθο Τύπου στην ελληνική πρεσβεία στην Κοπεγχάγη επί κυβερνήσεως Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος απολύεται από την κυβέρνηση της Αποστασίας, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στον αντιχουντικό αγώνα και βρίσκεται νεκρός στις 29 Μαΐου 1968 σε ένα δάσος έξω από την Κοπεγχάγη, με ένα πιστόλι δίπλα του, με την αστυνομία να αποδίδει τον θάνατό του σε αυτοκτονία και να κλείνει την υπόθεση γρήγορα, παρά τις αντιρρήσεις των ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Στον Μαυρογένη είναι αφιερωμένο και ένα ποίημα του Βασιλικού, που εντάσσεται στην ποιητική συλλογή του Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας (1967).
Στηριγμένος στα παραπάνω γεγονότα, ο Βασιλικός στήνει μια συναρπαστική νουβέλα, όπου ο ήρωας που αντιστοιχεί στον Μαυρογένη ονομάζεται Κ., η Δανία μετονομάζεται σε Σουδαφία και η Κοπεγχάγη γίνεται Κόπερ. Στο πρόσωπο του ήρωα ο Βασιλικός επιθυμεί προφανώς να αποτίσει έναν φόρο τιμής στους Ελληνες αντιστασιακούς του εξωτερικού, που δίνουν τον δικό τους αγώνα και χάνονται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο Κ. «εξαφανίζεται», γιατί τολμά να ορθώσει το ανάστημά του στους υπόγειους μηχανισμούς που κινεί η δικτατορία των συνταγματαρχών στο εξωτερικό και να συμβάλει στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στη Δανία για το δράμα που παίζεται στην Ελλάδα.
Οι μαρτυρίες που συλλέγει ένας ανώνυμος συγγραφέας-δημοσιογράφος-ερευνητής (ένα από τα αλλεπάλληλα προσωπεία του Βασιλικού;) προέρχονται από ετερόκλητες, συχνά αντικρουόμενες, πηγές (τις δυο ερωτικές συντρόφους του νεκρού, οι οποίες συγκροτούν ένα αντιθετικό δίπολο, τον διερμηνέα, φίλο του και, κατά κάποιον τρόπο, ερωτικό του αντίζηλο, τους συναγωνιστές του, την ηλικιωμένη γειτόνισσά του, ενίοτε και τις προσωπικές σημειώσεις του) και συνθέτουν ένα πολυφωνικό, καλειδοσκοπικό κείμενο, που επιχειρεί να φωτίσει διαφορετικές πτυχές της πολιτικής δράσης και της ιδιωτικής ζωής του Κ., ο οποίος διόλου τυχαία παραπέμπει στον Κ. της «Δίκης» του Κάφκα, αλλά και στον ήρωα του μυθιστορήματος του Βασιλικού «Ζ».
Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος
Ο K. φεύγει από τη ζωή, αφού έχει κατορθώσει να συσπειρώσει το ελληνικό στοιχείο της «ανοχύρωτης πόλης» Κόπερ μετά το πραξικόπημα και να επιβληθεί ως ένας έντιμος και ανιδιοτελής αστός που καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό, σχεδόν επαναστατικό, ρόλο σε μια κρίσιμη πολιτική συγκυρία. Μέσα από τις αναδρομές των οικείων του στο παρελθόν του, διαγράφεται το προφίλ ενός αγωνιστή με ισχυρό πολιτικό αισθητήριο, ενός αγνού ιδεολόγου ο οποίος φοβάται τις αλλοιώσεις που επιφέρει ένα τυραννικό καθεστώς στον ανθρώπινο εγκέφαλο και διαβλέπει με πικρία και μελαγχολία ότι θα έρθει μια μέρα που οι εξόριστοι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα και δεν θα την αναγνωρίζουν, καθώς η χώρα και οι άνθρωποί της θα έχουν διαβρωθεί από το τέρας του φασισμού. Ο Κ. διαγράφεται ως ένα ήρωας σχεδόν νιτσεϊκός, μυστικοπαθής, γοητευτικός μέσα από τις αντιφάσεις του.
Η αφήγηση πραγματοποιεί άλματα στον χώρο και στον χρόνο και εμπλέκει τον Ανδρέα Παπανδρέου (που αναφέρεται ως Αρχηγός και εμφανίζεται να συνεργάζεται με τον Κ., παρά τις όποιες διαφωνίες τους ως προς τη μορφή που πρέπει να λάβει ο αντιδικτατορικός αγώνας), την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Αλέξανδρο Παναγούλη, τους Ελληνες της Αντίστασης, τους πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της CIA και του ΝΑΤΟ, τις ελληνικές παρακρατικές οργανώσεις που δρουν στο εξωτερικό υπό τις ευλογίες της χούντας, την αστυνομία της Σουδαφίας (βλέπε Δανίας), ενώ τα φώτα πέφτουν και στο ελληνικό προξενείο, που, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, «άδειασε από τους υπαλλήλους της καριέρας και γέμισε χαφιέδες της ασφάλειας, λοχίες, τραμπούκους, λοχαγούς μεταμφιεσμένους σε εμπορικούς ακολούθους», αλλά και στον μικρόκοσμο των Ελλήνων της παροικίας και στη δράση των μελών της Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Ολα τα παραπάνω συνυπάρχουν με αναφορές στη διεθνή πολιτικοκοινωνική σφαίρα των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 1960 (Πόλεμος των Εξι Ημερών, εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, Πόλεμος του Βιετνάμ, Μάης του 1968), αλλά και στην κρίσιμη και γεμάτη πληγές δεκαετία του 1940 (Δόγμα Τρούμαν, υπόθεση Τζορτζ Πολκ, ελληνικός Εμφύλιος).
Παράλληλα, ο Βασιλικός χρησιμοποιεί με μαστοριά και άνεση τους κώδικες της αστυνομικής λογοτεχνίας, στοιχείο που φαίνεται ήδη από την αρχή της αφήγησης. Ο ήρωας βρίσκεται νεκρός μέσα στο δάσος, «βληθείς διά περιστρόφου εις τον δεξιόν κρόταφον», η αστυνομία προσπαθεί να κλείσει την υπόθεση όσο γίνεται πιο ανώδυνα και διπλωματικά και να επιβάλει την εκδοχή της αυτοκτονίας, αλλά τους οικείους του νεκρού προβληματίζει το γεγονός ότι ο αριστερόχειρ Κ. βρίσκεται να κρατά το όπλο στο δεξί του χέρι (χέρι που είχε αναπηρία, κατάλοιπο μιας παλαιάς εγχείρησης, και δεν θα μπορούσε να τραβήξει τη σκανδάλη) και ότι το περίστροφο δεν είναι το δικό του τσέχικο αλλά μια Μπερέτα. Από την άλλη, διαγράφονται ποικίλες εκδοχές αναφορικά με την ταυτότητα του δολοφόνου, όταν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας αρχίζει να αποκλείεται.
Η νουβέλα, όπως συχνά συμβαίνει στα έργα του Βασιλικού, δεν στερείται λογοτεχνικών αναφορών, καθώς από τις σελίδες της «Δολοκτονίας» παρελαύνουν ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Περικλής Γιαννόπουλος και, ιδίως, ο «καπετάν Καζαντζάκης»: ο εμβληματικός συγγραφέας ξυπνά το «κρητικάτσι» που κοιμάται μέσα στον ήρωα, ο οποίος περιγράφεται στο παρελθόν να έχει μείνει στο ξενοδοχείο «Μαντάμ Ορτάνς» του Ηρακλείου και να έχει αντικρίσει τους τραχείς βουνίσιους χωρικούς της πατρίδας του «σαν ήρωες απ’ τα βιβλία του Καζαντζάκη», ενώ ένας δευτερεύων χαρακτήρας, ο αριστερός Θοδωρής, επίσης Κρητικός, αποκαλείται «Ζορμπάς ο δεύτερος». Επιπλέον, υπάρχει μια αναφορά στη διάσημη πολιτική ταινία του Αλέν Ρενέ «Ο πόλεμος τελείωσε», με πρωταγωνιστή τον Υβ Μοντάν (ο οποίος, ακριβώς την περίοδο που γράφεται η «Δολοκτονία», ενσαρκώνει τον Γρηγόρη Λαμπράκη στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά).
Η «Δολοκτονία» του Βασιλικού, με τις γνώριμες εναλλαγές έντασης και ειρωνείας και την «ντοκιμαντερίστικη» γραφή που διαπνέει ορισμένα από τα ωριμότερα έργα του, αποτελεί ένα πυκνό χρονικό μιας εποχής ταραγμένης και σκοτεινής, ένα κείμενο που προτείνει ένα ουσιαστικό μοντέλο ζωής και δράσης απέναντι σε ένα ανελεύθερο καθεστώς και εκπέμπει ένα ηχηρό αντιφασιστικό μήνυμα ακόμη και σήμερα, πέντε δεκαετίες μετά την πρώτη δημοσίευσή του.
* Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Τμήμα Φιλολογίας ΕΚΠΑ
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/269302_i-doloktonia-toy-basili-basilikoy