Προσεχώς | Ιάσονας Χανδρινός, Συναγωνιστές – Το ΕΑΜ και οι Εβραίοι της Ελλάδας, εκδ. Ψηφίδες

Προσεχώς στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Ψηφίδες το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού

Φωτογραφία εξωφύλλου:

Οκτώβριος 1944. Αντάρτες του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ εισέρχονται στην Θήβα μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Από αριστερά: Λουί Κοέν («Κρόνος») από Ξάνθη, Γιώργος Κατσιγιάννης («Μόρνος») από Μοναστηράκι Δωρίδας, Νίκος Δημητρίου από Άνω Αγόριανη και Δαβίδ Μπρούδο από Θεσσαλονίκη. Φωτογραφικό Αρχείο Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας

Μιχάλης Κατσαρός, 2 ποιήματα (Πως να καταχωρήσω, Όταν)

ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΩ

Πώς να καταχωρήσω τόσα γεγονότα –
τόσες απόπειρες

Πώς να μιλήσω;
Ενώ οι φωνές επιμένουν -οι ίδιες φωνές-
ενώ αποκρούομαι – πώς θες να μείνω
μια αστραπή ένα κυκλάμινο μια ρομφαία –
πώς θες να μείνω επιτύμβια στήλη
σε πεδίο μαχών
σε ποιο σταθερό δάπεδο να οχυρώσω
τις λεγεώνες μου;

Ο επίμονος θόρυβος σε οχήματα πόλεις αίθουσες
οι αδέξιες φωνές σε χώρους εναλλασσόμενους
το πλήθος έντρομο ενώ προχωρεί γυρίζει απότομα
κοιτάζει σε ορισμένο σημείο και κουρασμένο
κλαίει –
δεν ξέρει
δεν υπάρχει
δεν εξουσιάζεται.

Για τούτο υψώνω το λάβαρο τη νύχτα λευκό
μετά το σπάω και γίνομαι σίδερο
φωνασκώ υποκρίνομαι παραδίδω τις εντολές
παραδίδω κλειδιά πολιτείες μπετόν και σημαίες.

Μπορούσα να χαμογελώ καθ’ όλην την διάρκεια.
Μπορούσα ν’ αγαπώ καθ’ όλην την διάρκεια.
Μπορούσα να κλαίω μιλώντας για την Ειρήνη.

Σας αραδιάζω τα εμπόδια:

Η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των
παρατάξεων
η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος
οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές
οι φάμπρικες
το 1917
το 1936
το 1944
ανάβουν τις πυρκαγιές τα φλογερά λόγια
ανάβουν το δάσος μου που μου παρέδωσαν και
ανεμίζει.

Πώς θέλετε να οχυρώσω τις λεγεώνες μου
σε πονηρά κατάστιχα και σε ντουλάπια
πώς θέλετε να μπω μες στα τετράγωνα;

Παραμένω εν πλήρει συγχύσει αθώος.

(από το Κατά Σαδδουκαίων)

ΟΤΑΝ

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς
ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Μιχάλης Κατσαρός, 4 ποιήματα (Κατά Σαδδουκαίων, Ο Δούλος, Το σχήμα μου, Θα σας περιμένω)

ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ

Πλῆθος Σαδδουκαίων
Ῥωμαίων ὑπαλλήλων
μάντεις καὶ ἀστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος ἐξ Ἐφέσου)
περιστοιχίζουν τὸν Αὐτοκράτορα.

Κραυγὲς ἀπ᾿ τὸν προνάρθηκα τοῦ Ναοῦ.
Ἀπ᾿ τὴ φατρία τῶν Ἐβιονιτῶν κραυγές:
Ὁ ψευδο-Μάρκελος νὰ παριστάνει τὸ Χριστό.
Διδάσκετε τὴν ἐπανάστασιν Κατὰ τοῦ πρίγκιπος
Οἱ Χριστιανοὶ νἄχουνε δούλους Χριστιανούς.

Ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Ναοῦ νὰ ἐκλείψει.
Ἐγὼ ἀπέναντί σας ἕνας μάρτυρας
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ὕπατους ἐγὼ ἀνάδειξα στὶς συνελεύσεις
κι αὐτοὶ κληρονομήσανε τὰ δικαιώματα
φορέσαν πορφυροῦν ἀτίθασον ἔνδυμα
σανδάλια μεταξωτὰ ἢ πανοπλία-
ἐξακοντίζουν τὰ βέλη τους ἐναντίον μου-
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ἄλλους ἀπ᾿ τὴν πέτρα καὶ τὸ τεῖχος μου
καθὼς νερὸ πηγῆς τοὺς εἶχα φέρει
ἡ θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ᾿ ἄλογά τους ἀπ᾿ τὸν κάμπο μου.
δὲ μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ δῶ τὸν Αὐτοκράτορα
τοὺς ὕπατους δὲν ἄφηναν νὰ πλησιάσω
σὲ μυστικὰ συμπόσια καὶ ἔνδοξα
τὴ θέλησή μου τὴν καταπατήσανε
τόσους αἰῶνες.

Τώρα κι ἐγὼ ὑποψιάζομαι
ὅλο τὸ πλῆθος τῶν αὐλοκολάκων
ὅλους τοὺς ταπεινοὺς γραμματικοὺς
τοὺς βραβευμένους μὲ χρυσὰ παράσημα
λεγεωνάριους καὶ στρατηλάτες
ὑποψιάζομαι τὶς αὐλητρίδες τὴ γιορτὴ
ὅλους τοὺς λόγους καὶ προπόσεις
αὐτοὺς ποὺ παριστάνουνε τοὺς ἐθνικοὺς
τὸν πορφυροῦν χιτώνα τοῦ πρίγκιπος
τοὺς συμβουλάτορες καὶ τοὺς αἱρετικοὺς
ὑποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θὰ ρεύσει πολὺ αἷμα
νύχτα θὰ ἐγκαταστήσουν τὴ βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες μὲ νέους στεφάνους
οἱ πονηροὶ ρωμαῖοι ὑπάλληλοι τοῦ

*τοῦ αὐτοκράτορος

τοιμάζουνε κρυφὰ νὰ παραδώσουν
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ καὶ τὴν
ὑπόκλισή τους.

Ἐγὼ πάλι μέσα στὸ πλῆθος διακλαδίζομαι
ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος
μαζεύω τοὺς σκόρπιους σπόρους μου
γιὰ τὴν καινούρια μακρινή μου ἀνάσταση
μαζεύω.

Ο ΔΟΥΛΟΣ

Ὁ Δοῦλος ποὺ δραπέτευσε
ἔλεγε προσευχὲς στοὺς φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σὲ λιγδωμένα προσκέφαλα.
Ἐγὼ δὲν ἤλπιζα πὼς μπορεῖ νὰ σωθεῖ.
Οἱ χωροφύλακες ἔχουν γερὴ ὅραση –
δὲ διαλύονται μὲ αὐταπάτες καὶ ψυχοσάββατα.
Τώρα αὐτὸς ποὺ ἐπέμενε νὰ ρωτάει
φαίνεται θἆταν ἀποφασισμένος γιὰ θάνατο
ἢ θἆταν κατάσκοπος ποὺ δὲ φοβᾶται.
Ἐγὼ πάντως
ἐξακολουθῶ νὰ βλέπω τὸν ἐπερχόμενο
μεσαίωνα
μὲ φάλαγγες πιστῶν
μὲ ἀργυρᾶ δισκοπότηρα ἀφρίζοντα αἷμα
μὲ σημαιοστολισμοὺς καὶ παρελάσεις
μὲ ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εἰκόνες ἀπὸ παλιὲς ἐκστρατεῖες
καὶ τυφεκισμοὺς
ἥρωες μὲ αὐστηρὰ βλέμματα
Ἁμὲς δὲ γ᾿ ἐσόμεθα
πληρωμένη ἐκπαίδευση
θεὸς ἀγέρας τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως
κλειδωμένα στὴν ἐποχὴ σὲ χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Ἂν ἄξαφνα σᾶς γεννηθεῖ τὸ ἐρώτημα
πὼς τὰ κατάφερε αὐτὸς ὁ θνητὸς
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ βαρύγδουπο διαπασῶν τῶν ὕμνων
νὰ δραπετεύσει μὲ ἀληθινὸ λαμπερὸν ἥλιο
μὲ ἀληθινὲς ἐξαρτήσεις τοῦ βίου –
ἂν δὲ μπορεῖτε νὰ καταλάβετε
τί τὸν ὁδήγησε σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο διάβημα
ποὺ βρῆκε τὴν ἔξοδο ἀφοῦ γύρω ἦταν μπετὸν
ἀφοῦ γύρω τραγουδοῦσε ἡ φοιτήτρια
ἕνα τραγούδι ἱστορικὸ παλιῶν ἡρώων
τότε
δὲ θά ῾χετε δεῖ κάτι κρυφὲς μικρὲς πόρτες
ὅμως ὁλοφάνερες στὰ μάτια τῶν εἰδικῶν
δὲν θἄχετε δεῖ τὸ ραγισμένο τοῖχο
ὅπου βλασταίνουν κάτι φυτὰ
πάνω σ᾿ ἀσβέστη κίτρινο ἀπ᾿ τὴν πολυκαιρία.
Τὸ ζήτημα πιὰ ἔχει τεθεῖ:
Ἢ θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ γονατίζουμε
ὅπως αὐτὸς ὁ δραπέτης
ἢ θὰ σηκώσουμε ἄλλον πύργο ἀτίθασο
ἀπέναντί τους.

ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΜΟΥ

Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω τὸ σχῆμα μου
ὅπως συντρίβεται σὲ δυὸ λιθάρια
θὰ σκεφτῶ ὑπόχρεος ἀπέναντί σου
θὰ στήσω τὴ φοβερὴ ὀμπρέλα μου
μὲ τὶς μπαλένες ἀπ᾿ τὸ πρόσωπό μου
μαύρη ὑγρὴ ἀκατανόητη
ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε ἀσπίδα
ποὺ ἦταν ταπεινὸ κυκλάμινο
καὶ μιὰ ρομφαία.

Θέλω νὰ μιλήσω ἁπλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη
τῶν ἀνθρώπων
καὶ παρεμβαίνουν οἱ θύελλες
παρεμβαίνει τὸ πλῆθος
τὸ στῆθος μου
τὸ τρομερὸ ἡφαίστειο ποὺ λειτουργεῖ
κάτ᾿ ἀπὸ πέτρες.
Τὰ φριχτὰ ἐρωτήματα παραμένουν ἐπίμονα
μαῦρα ὑγρὰ ἀκατανόητα
παραμένουν ἐπίσημα
σὰν σαρτεβάλια.
Ὅσο ἀπ᾿ τὶς μικρὲς καλύβες νὰ γελοῦν
ὅσοι οἱ χωρικοὶ νὰ μπαίνουν στὰ ἐργοστάσια
ὁ πύργος μας καίγεται
θ᾿ ἀφήσουν ἐποχὴ οἱ ἔνδοξες μέρες
ὅλα τ᾿ ἀπόκρυφα χειρόγραφα θὰ ἐπιστραφοῦν
ἀπὸ σοφοὺς καὶ μάντεις.

Μετὰ τὸ θέμα μας χάθηκε.
Δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε
ἔτσι ποὺ ὅλα προδοθήκανε
ἔτσι ποὺ ὅλα λύσαν τοὺς ἁρμοὺς
ἀπὸ πίστη σὲ πίστη
ἀπὸ ὑπόγειο σὲ ὑπόγειο
ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο
δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε.

Βαθιὰ στὶς ρίζες τοῦ δέντρου σας
μαζὶ μὲ τοὺς τυφλοπόντικες
μαζὶ μὲ τοὺς καταποντισμένους πίθηκους
σὲ σκοτεινοὺς ὑποχθόνιους κρότους
ἀσθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ἀνακατωμένοι οἱ βρόγχοι-
βαθιὰ στὰ ξερὰ λιβάδια σας πέφτει καινούργια
ἀθόρυβη βροχὴ
ὅπου συντρίβει
ὅπου ἀνθίζει τὰ χέρια μας ἀπ᾿ τὶς δικές σας
πληγές
ὅπου γεμίζουν τ᾿ ἄδειά μας σταμνιὰ
κερὶ καὶ μέλι.

Κάποτε θ᾿ ἀνεβοῦμε καθὼς προζύμι
ὁ σιδερένιος κλοιὸς θὰ ραγιστεῖ
τὰ ὄρη σας ὅπως πυκνὰ σύννεφα θὰ χωριστοῦν
οἱ κόσμοι θὰ τρίξουν
στὶς ἔντρομες αἴθουσες οἱ ρήτορες θὰ
σωπάσουν
καὶ θ᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνή μου:
«Οἱ νέοι πρίγκιπες μὲ σάλπιγγες καὶ νέες
στολὲς
οἱ νέοι συμβουλάτορες οἱ νέοι παπάδες
οἱ πρόεδροι καὶ τὰ συμβούλια καὶ οἱ ἐπιτροπὲς
ὅλοι οἱ μάγοι προφεσόροι…»

Περιμένετε αὐτὴ τὴ φωνή.
Ἔτσι θ᾿ ἀρχίζει.

Ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Κατὰ Σαδδουκαίων»

ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.

Επιλογή: Λογοτεχνία και Σκέψη
Πηγή αναδημοσίευσης: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/mixalhs_katsaros_poems.htm

Στο Περίπτερο: Η δολοκτονία, του Βασίλη Βασιλικού | με την Εφημερίδα των Συντακτών

Κυκλοφορεί με την «Εφημερίδα των Συντακτών» το Σάββατο, 21/11 το βιβλίο «Η Δολοκτονία». Πρόκειται για ένα από τα λιγότερα γνωστά έργα του Βασίλη Βασιλικού, εμπνευσμένο από τον μυστηριώδη θάνατο ενός αντιχουντικού αγωνιστή, του Γιώργου Μαυρογένη, στην Κοπεγχάγη το 1968.

Με βάση τα πραγματικά γεγονότα, ο συγγραφέας στήνει μια συναρπαστική νουβέλα, αποτίοντας φόρο τιμής στους Έλληνες αντιστασιακούς του εξωτερικού που πάλεψαν κατά της δικτατορίας και πολλοί χάθηκαν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.

Όπως γράφει ο Θανάσης Αγαθός*:

Η «Δολοκτονία» σύμφωνα με την πολύτιμη «Βιβλιογραφία του Βασίλη Βασιλικού 1949-1982», που συνέταξε ο Γιώργος Γιάνναρης (Δωρικός, 1982), γράφεται την περίοδο 1968-1971 και πρώτη φορά εκδίδεται αυτοτελώς στο Λονδίνο το 1971 από τις θρυλικές εκδόσεις «8 ½» (Τυπογραφεία Ερμής).

Από τα λιγότερο γνωστά κείμενα του Βασιλικού, η «Δολοκτονία» είναι μια νουβέλα εμπνευσμένη από τον Γιώργο Μαυρογένη, ακόλουθο Τύπου στην ελληνική πρεσβεία στην Κοπεγχάγη επί κυβερνήσεως Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος απολύεται από την κυβέρνηση της Αποστασίας, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στον αντιχουντικό αγώνα και βρίσκεται νεκρός στις 29 Μαΐου 1968 σε ένα δάσος έξω από την Κοπεγχάγη, με ένα πιστόλι δίπλα του, με την αστυνομία να αποδίδει τον θάνατό του σε αυτοκτονία και να κλείνει την υπόθεση γρήγορα, παρά τις αντιρρήσεις των ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Στον Μαυρογένη είναι αφιερωμένο και ένα ποίημα του Βασιλικού, που εντάσσεται στην ποιητική συλλογή του Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας (1967).

Στηριγμένος στα παραπάνω γεγονότα, ο Βασιλικός στήνει μια συναρπαστική νουβέλα, όπου ο ήρωας που αντιστοιχεί στον Μαυρογένη ονομάζεται Κ., η Δανία μετονομάζεται σε Σουδαφία και η Κοπεγχάγη γίνεται Κόπερ. Στο πρόσωπο του ήρωα ο Βασιλικός επιθυμεί προφανώς να αποτίσει έναν φόρο τιμής στους Ελληνες αντιστασιακούς του εξωτερικού, που δίνουν τον δικό τους αγώνα και χάνονται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο Κ. «εξαφανίζεται», γιατί τολμά να ορθώσει το ανάστημά του στους υπόγειους μηχανισμούς που κινεί η δικτατορία των συνταγματαρχών στο εξωτερικό και να συμβάλει στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στη Δανία για το δράμα που παίζεται στην Ελλάδα.

Οι μαρτυρίες που συλλέγει ένας ανώνυμος συγγραφέας-δημοσιογράφος-ερευνητής (ένα από τα αλλεπάλληλα προσωπεία του Βασιλικού;) προέρχονται από ετερόκλητες, συχνά αντικρουόμενες, πηγές (τις δυο ερωτικές συντρόφους του νεκρού, οι οποίες συγκροτούν ένα αντιθετικό δίπολο, τον διερμηνέα, φίλο του και, κατά κάποιον τρόπο, ερωτικό του αντίζηλο, τους συναγωνιστές του, την ηλικιωμένη γειτόνισσά του, ενίοτε και τις προσωπικές σημειώσεις του) και συνθέτουν ένα πολυφωνικό, καλειδοσκοπικό κείμενο, που επιχειρεί να φωτίσει διαφορετικές πτυχές της πολιτικής δράσης και της ιδιωτικής ζωής του Κ., ο οποίος διόλου τυχαία παραπέμπει στον Κ. της «Δίκης» του Κάφκα, αλλά και στον ήρωα του μυθιστορήματος του Βασιλικού «Ζ».

Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος

Ο K. φεύγει από τη ζωή, αφού έχει κατορθώσει να συσπειρώσει το ελληνικό στοιχείο της «ανοχύρωτης πόλης» Κόπερ μετά το πραξικόπημα και να επιβληθεί ως ένας έντιμος και ανιδιοτελής αστός που καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό, σχεδόν επαναστατικό, ρόλο σε μια κρίσιμη πολιτική συγκυρία. Μέσα από τις αναδρομές των οικείων του στο παρελθόν του, διαγράφεται το προφίλ ενός αγωνιστή με ισχυρό πολιτικό αισθητήριο, ενός αγνού ιδεολόγου ο οποίος φοβάται τις αλλοιώσεις που επιφέρει ένα τυραννικό καθεστώς στον ανθρώπινο εγκέφαλο και διαβλέπει με πικρία και μελαγχολία ότι θα έρθει μια μέρα που οι εξόριστοι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα και δεν θα την αναγνωρίζουν, καθώς η χώρα και οι άνθρωποί της θα έχουν διαβρωθεί από το τέρας του φασισμού. Ο Κ. διαγράφεται ως ένα ήρωας σχεδόν νιτσεϊκός, μυστικοπαθής, γοητευτικός μέσα από τις αντιφάσεις του.

Η αφήγηση πραγματοποιεί άλματα στον χώρο και στον χρόνο και εμπλέκει τον Ανδρέα Παπανδρέου (που αναφέρεται ως Αρχηγός και εμφανίζεται να συνεργάζεται με τον Κ., παρά τις όποιες διαφωνίες τους ως προς τη μορφή που πρέπει να λάβει ο αντιδικτατορικός αγώνας), την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Αλέξανδρο Παναγούλη, τους Ελληνες της Αντίστασης, τους πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της CIA και του ΝΑΤΟ, τις ελληνικές παρακρατικές οργανώσεις που δρουν στο εξωτερικό υπό τις ευλογίες της χούντας, την αστυνομία της Σουδαφίας (βλέπε Δανίας), ενώ τα φώτα πέφτουν και στο ελληνικό προξενείο, που, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, «άδειασε από τους υπαλλήλους της καριέρας και γέμισε χαφιέδες της ασφάλειας, λοχίες, τραμπούκους, λοχαγούς μεταμφιεσμένους σε εμπορικούς ακολούθους», αλλά και στον μικρόκοσμο των Ελλήνων της παροικίας και στη δράση των μελών της Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Ολα τα παραπάνω συνυπάρχουν με αναφορές στη διεθνή πολιτικοκοινωνική σφαίρα των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 1960 (Πόλεμος των Εξι Ημερών, εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, Πόλεμος του Βιετνάμ, Μάης του 1968), αλλά και στην κρίσιμη και γεμάτη πληγές δεκαετία του 1940 (Δόγμα Τρούμαν, υπόθεση Τζορτζ Πολκ, ελληνικός Εμφύλιος).

Παράλληλα, ο Βασιλικός χρησιμοποιεί με μαστοριά και άνεση τους κώδικες της αστυνομικής λογοτεχνίας, στοιχείο που φαίνεται ήδη από την αρχή της αφήγησης. Ο ήρωας βρίσκεται νεκρός μέσα στο δάσος, «βληθείς διά περιστρόφου εις τον δεξιόν κρόταφον», η αστυνομία προσπαθεί να κλείσει την υπόθεση όσο γίνεται πιο ανώδυνα και διπλωματικά και να επιβάλει την εκδοχή της αυτοκτονίας, αλλά τους οικείους του νεκρού προβληματίζει το γεγονός ότι ο αριστερόχειρ Κ. βρίσκεται να κρατά το όπλο στο δεξί του χέρι (χέρι που είχε αναπηρία, κατάλοιπο μιας παλαιάς εγχείρησης, και δεν θα μπορούσε να τραβήξει τη σκανδάλη) και ότι το περίστροφο δεν είναι το δικό του τσέχικο αλλά μια Μπερέτα. Από την άλλη, διαγράφονται ποικίλες εκδοχές αναφορικά με την ταυτότητα του δολοφόνου, όταν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας αρχίζει να αποκλείεται.

Η νουβέλα, όπως συχνά συμβαίνει στα έργα του Βασιλικού, δεν στερείται λογοτεχνικών αναφορών, καθώς από τις σελίδες της «Δολοκτονίας» παρελαύνουν ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Περικλής Γιαννόπουλος και, ιδίως, ο «καπετάν Καζαντζάκης»: ο εμβληματικός συγγραφέας ξυπνά το «κρητικάτσι» που κοιμάται μέσα στον ήρωα, ο οποίος περιγράφεται στο παρελθόν να έχει μείνει στο ξενοδοχείο «Μαντάμ Ορτάνς» του Ηρακλείου και να έχει αντικρίσει τους τραχείς βουνίσιους χωρικούς της πατρίδας του «σαν ήρωες απ’ τα βιβλία του Καζαντζάκη», ενώ ένας δευτερεύων χαρακτήρας, ο αριστερός Θοδωρής, επίσης Κρητικός, αποκαλείται «Ζορμπάς ο δεύτερος». Επιπλέον, υπάρχει μια αναφορά στη διάσημη πολιτική ταινία του Αλέν Ρενέ «Ο πόλεμος τελείωσε», με πρωταγωνιστή τον Υβ Μοντάν (ο οποίος, ακριβώς την περίοδο που γράφεται η «Δολοκτονία», ενσαρκώνει τον Γρηγόρη Λαμπράκη στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά).

Η «Δολοκτονία» του Βασιλικού, με τις γνώριμες εναλλαγές έντασης και ειρωνείας και την «ντοκιμαντερίστικη» γραφή που διαπνέει ορισμένα από τα ωριμότερα έργα του, αποτελεί ένα πυκνό χρονικό μιας εποχής ταραγμένης και σκοτεινής, ένα κείμενο που προτείνει ένα ουσιαστικό μοντέλο ζωής και δράσης απέναντι σε ένα ανελεύθερο καθεστώς και εκπέμπει ένα ηχηρό αντιφασιστικό μήνυμα ακόμη και σήμερα, πέντε δεκαετίες μετά την πρώτη δημοσίευσή του.

* Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Τμήμα Φιλολογίας ΕΚΠΑ

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/269302_i-doloktonia-toy-basili-basilikoy

Ελεύθερη πρόσβαση σε ψηφιοποιημένα περιοδικά από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) και την Τράπεζα της Ελλάδος

Το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) και το Πανεπιστήμιο Κύπρου ανακοινώνουν με μεγάλη χαρά ότι από σήμερα παρέχουν ελεύθερη πρόσβαση σε μια εξαιρετικά σημαντική ψηφιακή συλλογή: 458 τίτλοι σπάνιων ελληνικών περιοδικών του 19ου και του 20ού αιώνα —ορισμένοι εξ αυτών μοναδικά αποκτήματα της Βιβλιοθήκης του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου του ΜΙΕΤ—, συνολικά 25.648 τεύχη, είναι επισκέψιμα χωρίς χρέωση ή περίπλοκες διαδικασίες στον ακόλουθο σύνδεσμο:

Ελληνικά Λογοτεχνικά Περιοδικά του 19ου και 20ού αιώνα (ΕΛΙΑ)

Τα φυσικά σώματα των περιοδικών αυτών ανήκουν στη Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, η οποία και τα ψηφιοποίησε. Η επαναφορά της αρχικής μορφής των τευχών των περιοδικών (από λυτά φύλλα σε τεύχη) και η επεξεργασία οπτικής αναγνώρισης χαρακτήρων (OCR), προς διευκόλυνση της αναζήτησης στο περιεχόμενο, πραγματοποιήθηκε από το γραφείο ψηφιοποίησης και Αρχείων της Βιβλιοθήκης Πανεπιστημίου Κύπρου.

Αρχικά η πρόσβαση είναι δυνατή μόνο μέσω του παραπάνω συνδέσμου. Σταδιακά, ο κάθε τίτλος θα συνδεθεί και με την αντίστοιχη εγγραφή του Ηλεκτρονικού Καταλόγου της Βιβλιοθήκης του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ (OPAC), ώστε να είναι εφικτή και η απευθείας πρόσβαση. Το ψηφιακό απόθεμα φιλοξενείται στο Ιδρυματικό Αποθετήριο της ΒΠΚ με την ονομασία ΛΗΚΥΘΟΣ (Λημματολόγιο Ηλεκτρονικών Κυπριακών Θεματικά Οργανωμένων Συλλογών), όπου και οδηγεί ο σύνδεσμος.

Καλή πλοήγηση!

Η Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ                                                 Η Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου

* Το ΕΛΙΑ έχει ψηφιοποιήσει είτε με δικές του δυνάμεις είτε με συνεργασίες 9.122 τίτλους βιβλίων, 2.324 τίτλους περιοδικών και εφημερίδων, 440 τίτλους ημερολογίων του 19ου και του 20ού αιώνα με στόχο την ελεύθερη διάθεση του υλικού στο ερευνητικό κοινό  και τη συνέχιση της ψηφιοποίησης των συλλογών του.

Στον Ηλεκτρονικό Καταλόγο της Βιβλιοθήκης ΕΛΙΑ (OPAC), που είναι ένας από τους πιο έγκυρους και ενημερώνεται διαρκώς, μπορείτε να δείτε το υλικό που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ με όλες τις βιβλιογραφικές πληροφορίες και την ένδειξη τι είναι ψηφιοποιημένο και τι όχι.
Το προσωπικό της Βιβλιοθήκης έχει ξεκινήσει την επεξεργασία του ήδη ψηφιοποιημένου υλικού (συρραφή τευχών, OCR), προκειμένου αυτό να αποκτήσει τις κατάλληλες προδιαγραφές ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί με το καλύτερο τρόπο από το ερευνητικό κοινό.