Γιώργος Μακρής (1923-1968), Τρία Ποιήματα

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευθήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

ΕΡΑΣΤΕΣ

Περάσανε οι ώρες τους γοργά
και φύγαν οι εραστές θλιμμένοι
με βήματα επίσημα κι αργά
και καμπαρντίνα κουμπωμένη.

Και λυπηθήκαμε τους εραστές
με το μικρό στον τόπο πήγαιν’ έλα τους
να νείρονται αγκαλιές ζεστές
σκαλίζοντας τη γη με την ομπρέλα τους.

ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΩΡΕΣ

Συχνά τα μεσημέρια σε ώρες πεασμένες
Μ’ αρέσει να τρυπώνω την ψυχή μου αποπνιχτικά
Σε τρύπες σκονισμένες ανάγλυφων μαρμαροκονία
(ψηλά στις κορυφές κιόνων επιχρυσωμένων)
χύνοντας την ψυχή μου από τα μάτια τη φυσώ
με το καπνό και το συγκεχυμένο θόρυβο προς τα ψηλά.
Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος απογνώσεως.
Μόνο ξανοίγομαι στα μάτια άσπρων γυναικών
Που τα’ όνομά στους αρχινάει από λάμδα
Και μ’ επισκέπτονται σαν αποκόμματα εφημερίδων
Σαν αντανάκλαση σπασμένων γυαλικών
Το α/π «Ακροπόλις» ‘φέρνοντας το ταχυδρομείο
Στο σπίτι της θείας Ελένης στην εξοχή
Τα βάλς του Σοπέν παιγμένα χίλιες φορές από τον Βλάση
Πολλά χορτάρια και κουνιστές πολυθρόνες
Θρυλούν τις ιστορίες των ύπνων μου. Σφυρίζοντας
Το α/π «Ακροπόλις» δέχεται το λιμάνι
Ο έρωτας, η βασανιστική ιδέα^ σε ένα αυτοκίνητο
Θα φορτώσω τα όνειρα που είδα και λησμόνησα
Για να με βασανίζουν οι αντανακλάσεις τους
Μες στο ποτήρι του ποτού.

Κάποιος διπλά λεει καλά
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Έγω ξανοίγομαι στα μάτια άσπρών γυναικών
Που τα’ όνομα τους αρχινάει από λάμδα
Οι κάλτσες του διπλώνουν πάνω από το γόνατο
Σέρνουν το σαλιωμένο δάχτυλο.
Οι γραμμές των χειλιών δείχνουν προσπάθεια παρατημένη.
Αχ τα ανά σωριασμένα σε δεμάτια
Κλεισμένα στην αποθήκη με το σκουριασμένο λουκέτο.
Μυρίζουνε γλυκά τα άγρια χόρτα κατά εποχές
Αν κάτσεις πάνω στα σανά γεμίζει όλο σου το σώμα
Εξανθήματα, μ’ αυτό δεν είναι και σπουδαίο
Θέλουμε να πάμε κει αλλοίμονο, αλοίμονο !
Με το στήθος γεμάτο βιβλία
Φωτογραφικές μηχανές κι αλληλογραφία με τη βροχή
Με γένεια μακριά και λάμπα πετρελαίου.
Και πάντα δίπλα εξακολουθεί η συζήτηση
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Και δυο κυρίες όλο γι’ αυτήν μιλούν
Και για δυο νέους που την αγαπούν.
Τρυπώνω την ψυχή μου σε τρύπες αναγλύφων
Και βλέπω από κει τα’ αυτοκίνητα στο δρόμο
Τον γκρούμ της εισόδου
Τα’ ανώνυμα κεφάλια με τις ωραίες οσμές.

Πηγές αναδημοσίευσης: Σαραντάκος, Ποιείν

Δημοσιεύθηκε από

Λογοτεχνία και Σκέψη

Λογοτεχνία & Σκέψη: βιβλία, κινηματογράφος, θέατρο, κόμικς, πολιτική και πολιτιστική αρθρογραφία.

One thought on “Γιώργος Μακρής (1923-1968), Τρία Ποιήματα”

Σχολιάστε