Σκέψεις και απορίες

Υποπτεύομαι ότι το «Poor Things» δεν είναι τόσο καλό όσο αναφέρουν διάφορα σχόλια και κριτικές, αλλά περισσότερα θα ξέρω μόλις το δω. Δεν κατέχω την απόλυτη αλήθεια και είμαι έτοιμος να έρθω σε σύγκρουση με τις βεβαιότητες μου, μόνο έτσι πάμε μπροστά στη ζωή, αλλά η τοξικότητα από την πλευρά των όψιμων υποστηρικτών του Λάνθιμου που εκφράζεται μέσα στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης με δυσκολεύει. Ακόμα θυμάμαι, τις διθυραμβικές κριτικές για την «Ευτυχία» (2019) του Άγγελου Φραντζή και σε πρωτότυπο σενάριο της Κατερίνας Μπέη και στο τέλος, η ταινία αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων όπως είχα γράψει και σε σχετικό κείμενο. Ναι, προφανώς και διαφέρουν οι δύο ταινίες μεταξύ τους αλλά ο φανατισμός είναι ο ίδιος και το ίδιο τοξικός. Και πραγματικά, καταλαβαίνω αλλά δεν υιοθετώ τον φανατισμό γύρω από το Poor Things. Βέβαια, όσο εμείς τρωγόμαστε μεταξύ μας για τον Λάνθιμο στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη έχει πόλεμο. Και μια νέα γυναικοκτονία πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι και αυτό δείγμα του προνομίου του λευκού δυτικού ανθρώπου: να αναλώνεται στα social media για δεύτερης κατηγορίας θέματα. Βλέπετε, είναι άλλο να εκφράζεις τον θαυμασμό σου ή/και την αντίθεση σου για μια ταινία και άλλο να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του μέσου για αρκετές μέρες. Έτσι που πάνε τα πράγματα, σε λίγο θα βλέπουμε τον Λάνθιμο στα όνειρα μας με τον ίδιο τρόπο που ονειρεύονται τον Νίκολας Κέιτζ τα πρόσωπα στο εξαιρετικό «Dream Senario» του Κρίστοφερ Μπόργκλι.

Η αλήθεια είναι ότι το Poor Things (Χαμένα Κορμιά) μεταξύ άλλων φαίνεται ότι έχει φεμινιστική στόχευση ενώ παράλληλα έχει αγκαλιαστεί από το κοινό για ευνόητους λόγους και που απέχουν χιλιόμετρα από τις ακραίες φαντασιώσεις περί woke προπαγάνδας κτλ. Όμως κάθε έργο με τέτοιες λογικές δεν σημαίνει ότι είναι και άξιο λόγου ή έστω, αριστούργημα, σωστά; Και με την ευκαιρία, πρέπει να πούμε ότι το Poor Things δεν πήγε τόσο καλά στις Χρυσές Σφαίρες σε σύγκριση με το «Oppenheimer» του Νόλαν που βγήκε νικητής – αλλά ελάχιστοι γράφουν και μιλάνε για τον σπουδαίο σκηνοθέτη στα κοινωνικά δίκτυα. Εκτός και αν θέλουν να τον κράξουν όπως έγινε για τη Δουνκέρκη και το Τένετ… Μήπως γιατί δεν είναι Έλληνας; Απλά αναρωτιέμαι.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κεν Λόουτς, ο συνεπής διεθνιστής σκηνοθέτης με την τελευταία ταινία του (Η Τελευταία Παμπ) κλείνει με τον ιδανικότερο τρόπο την καριέρα του, με τους κοινούς αγώνες των Ευρωπαίων εργατών και των προσφύγων ενάντια στο ρατσισμό και τη φασιστική απειλή. Αλλά από τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πλαισιώνουν τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο η «Τελευταία Παμπ» είναι σα να μην υπήρξε ποτέ. Αν αυτό δεν αποτελεί μια αντίφαση στον τρόπο που το (προοδευτικό) κοινό εδώ μέσα προσεγγίζει ταινίες και σκηνοθέτες, τότε δεν ξέρω τι άλλο να πω. Το ίδιο συνέβη με το τελευταίο αριστούργημα του Σκορσέζε (Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού) καθώς και με τη «Φόνισσα», την αξιόλογη και πετυχημένη πρώτη κινηματογραφική προσπάθεια της Εύας Νάθενα με ξεκάθαρη φεμινιστική στόχευση που βασίστηκε στη διαχρονική κι επίκαιρη νουβέλα του μεγαλύτερου Έλληνα λογοτέχνη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και τα δύο πέρασαν στα ψιλά των επωνύμων κι ανώνυμων σχολιαστών στα κοινωνικά δίκτυα. Για τη «Φόνισσα» μάλιστα περίμενα αντιδράσεις αντίστοιχες με το «Poor Things» αλλά διαψεύστηκα.

Ειρηναίος Μαράκης

Κινηματογράφος: Hereditary (2018) – Καλές προθέσεις αλλά κακή εκτέλεση…

Σχόλιο: Ειρηναίος Μαράκης

Αφορμή για αυτό το σχόλιο που ακολουθεί αποτέλεσε η εισαγωγή του Μάρτιν Σκορσέζε για το director’s cut της ταινίας Midsommar του Ari Aster όπου σημειώνει μεταξύ άλλων -και σχετικά με το Hereditary, όσο και το Midsommar- ότι ο νεαρός σκηνοθέτης έχει μεγάλο έλεγχο πάνω στην κινηματογραφική φόρμα, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να αποτυπώσει κάτι ανείπωτο.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά:

«Πριν από μερικά χρόνια, παρακολούθησα το Hereditary, την πρώτη ταινία του σκηνοθέτη Ari Aster. Από την αρχή, εντυπωσιάστηκα», παρατηρεί καθώς «Εδώ αποκαλύπτονταν ένας νεαρός σκηνοθέτης που προφανώς γνώριζε από κινηματογράφο. Ο έλεγχος πάνω στη φόρμα, η ακρίβεια του πλαισίου και η κίνηση εντός του πλαισίου, ο ρυθμός της δράσης, ο ήχος – ήταν όλα εκεί, και ήταν άμεσα εμφανές.

Αλλά καθώς η προβολή συνέχιζε, η ταινία άρχισε να με επηρεάζει με διαφορετικούς τρόπους. Έγινε ενοχλητική σε τέτοιο σημείο ώστε να νιώθω άβολα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της αξιοθαύμαστης σκηνής του οικογενειακού δείπνου μετά τη δολοφονία της αδελφής.

Όπως όλες οι αξιομνημόνευτες ταινίες τρόμου, (το Hereditary) διοχετεύεται βαθιά σε κάτι άγνωστο και ανείπωτο και η βία είναι τόσο συναισθηματική όσο και φυσική.

Προφανώς, περίμενα το παρακολουθήσω Midsommar, το οποίο έδειχνε ότι επρόκειτο να γίνει σε μια πιο φιλόδοξη κλίμακα – γυρίστηκε σε μια ξένη χώρα, με μεγαλύτερο καστ και με ελαφρώς μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Μερικές φορές και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που θυμάμαι, μια σχετικά επιτυχημένη πρώτη προσπάθεια αποτέλεσε την αφορμή για μια πιο ακριβή, αλλά λιγότερο εντυπωσιακή συνέχεια. Μερικές φορές τα περισσότερα χρήματα σημαίνουν την πιθανότητα για περισσότερες παρεμβάσεις αλλά και μεγαλύτερου άγχους και αυξημένης επιθυμίας να ευχαριστήσουμε το κοινό, κάνοντας την εικόνα μας λιγότερο συγκεντρωμένη και πιο διάχυτη.

Έτσι, άρχισα να παρακολουθώ τη Midsommar, και από πολύ νωρίς, ήξερα ότι αυτό δεν θα συνέβαινε. […]»

(Ολόκληρο το σχόλιο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ)

Από την πλευρά μου, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι το έμπειρο μάτι του Σκορσέζε μάλλον χρειάζεται κάποιον ιατρικό έλεγχο γιατί ούτε το Hereditary εκφράζει αυτή την εικόνα, ούτε όμως και το Midsommar κατάφερε να αποτελέσει μια περισσότερο εντυπωσιακή συνέχεια. Με λίγα λόγια, η συγκεκριμένη παρατήρηση είναι εντελώς λάθος καθώς το Hereditary απέχει πολύ από το να αποτελεί μια εντυπωσιακή ταινία.

Και εξηγούμαι: Η προσπάθεια του Ari Aster να παρουσιάσει μια ταινία τρόμου διαφορετική από τις συνηθισμένες ταινίες του κινηματογραφικού συρμού, η οποία θα διατηρούσε το στοιχείο της έκπληξης και του τρόμου χωρίς την άσκοπη και βεβιασμένη χρήση των jumpscares όπως άλλες ταινίες, αν και επιθυμητή από το μεγαλύτερο μέρος του κοινού και σίγουρα μια τολμηρή κίνηση απέναντι στα συνηθισμένα πρότυπα, δεν πέτυχε.

Η αρχή της ταινίας μπορώ να πω ότι είναι η ιδανική καθώς δεν σου κάνει spoiler για τον εαυτό της και για ότι ακολουθήσει στη συνέχεια, χτίζοντας με αργό και σταθερό ρυθμό τον χώρο του μυστηρίου. Σε αυτό το σημείο ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν κάνει λάθος, όντως το Hereditary δείχνει ότι ο σκηνοθέτης γνωρίζει από κινηματογράφο. Και γνωρίζει από κινηματογράφο όχι λόγω της δημιουργίας του αντίστοιχου υποβλητικού κλίματος αλλά και γιατί όλα τα παραπάνω περιλαμβάνουν ένα δεύτερο υπόβαθρο στην ταινία: της πτώσης της ευημερούσας Αγίας Οικογένειας και της θλιβερή αποκάλυψης σκοτεινών μυστικών. Όχι άδικα, η πρώτη εντύπωση είναι θετική.

Στη συνέχεια όμως η  σταθερή ανάπτυξη του μυστηρίου και του τρόμου, που δύσκολα ξεχωρίζουμε -μέχρι εκείνη τη στιγμή- αν είναι μεταφυσικός ή ψυχολογικός ή και τα δύο, χάνεται. Ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης φορτώνουν την ταινία με ολοένα και περισσότερα στοιχεία μεταφυσικού τρόμου αλλά και με σκηνές που κάνουν τον θεατή να αναρωτιέται αν βλέπει μια ταινία με μάγισσες ή με  φαντάσματα ενώ παράλληλα δεν σταματούν να την φορτώνουν και με νέα, περισσότερα στοιχεία μυστηρίου που όμως συσκοτίζουν και μπερδεύουν την υπόθεση. Αποδεικνύεται πως σε αυτό το σημείο Ari Aster ξεχνάει ένα πολύ παλιό κανόνα του κινηματογράφου που ασχολείται με θέματα φρίκης ή με ζητήματα μυστηρίου: το απλό μυστήριο, ο ακαθόριστος φόβος είναι και τα πιο τρομακτικά.

Ομολογώ πως αναγνωρίζω την πρόθεση του σκηνοθέτη να κατευθύνει τον θεατή προς τον φόβο και την ανησυχία που δημιουργεί το ακαθόριστο. Δυστυχώς, αν και οι προθέσεις ήταν καλές, η εκτέλεση τους ήταν απογοητευτική. Έτσι καταλήγουμε στο τέλος, μπερδεμένοι και κουρασμένοι από όλη αυτή την υπερπληθώρα στοιχείων να αναμένουμε το τέλος, όχι από αγωνία αλλά από περιέργεια για το που θέλει να καταλήξει ο δημιουργός.

Αν όμως οι προηγούμενες επιλογές στην ταινία είναι απλώς πταίσματα ενός νέου και φιλόδοξου σκηνοθέτη, το τέλος της ταινίας αποδεικνύεται καταστρεπτικό καθώς ότι καταφέρνει, θεωρητικά, να χτίσει σχεδόν σε όλη την διάρκεια της ταινίας το σενάριο και ο σκηνοθέτης, καταστρέφεται από το ξεκάρφωτο τέλος που, αν και δεν είναι απαραίτητο να υπονοείται από τα προηγούμενα στοιχεία, αφήνει μια πικρή γεύση στον θεατή. Μια γεύση αμηχανίας: όχι για το υποβλητικό μυστήριο που παρακολούθησε αλλά από την ισχυρή εντύπωση ότι έχασε πολύτιμο χρόνο από κάτι άλλο που θα μπορούσε να κάνει.

Τουλάχιστον, θα σκεφτεί κανείς, οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν καλές. Θα έλεγα πως ήταν αξιοπρεπέστατες, μέσα στο κλίμα της ταινίας, αν και δεν είχαν την ευκαιρία να αναπτυχθούν περισσότερο με βάση το δεύτερο υπόβαθρο της ταινίας όπως αναφέρω παραπάνω. Ξεχωριστή μνεία αξίζει για την πρωταγωνίστρια Toni Collette, η οποία ξεχωρίζει και δίνει από μόνη της έξτρα πόντους και κύρος στο Hereditary και ως πληγωμένη μητέρα και ως αδύναμη μπροστά στις διάφορες περιστάσεις. Αλλά ως εκεί. Δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα περισσότερο μπροστά σε μια ταινία που παραπαίει λόγω των διάφορων άστοχων επιλογών της. Και δεν θα σχολιάσω εδώ την μεγάλη διάρκεια της ταινίας, η οποία δεν θα ήταν πρόβλημα  αν το οικοδόμημα του Hereditary ήταν διαφορετικό.

Δυστυχώς, η πρώτη ταινία του Hereditary δεν είναι αυτό που δείχνει η πρώτη θετική εντύπωση… Δεν προτείνω να την παρακολουθήσετε, καλύτερα να επιλέξετε κάποια άλλη ταινία ή, έστω, να κάνετε κάτι άλλο. Σίγουρα πάντως θα είναι μια πιο χρήσιμη επιλογή.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 6/10

Υπόθεση:

Όταν η Ελεν , μητέρα και αρχηγός της οικογένειας Γκράχαμ πεθαίνει, τα μέλη της οικογένεια της κόρης της σταδιακά ανακαλύπτουν τρομακτικά μυστικά που αφορούν την καταγωγή τους. Όσα περισσότερα ανακαλύπτουν, τόσο συνειδητοποιούν ότι είναι αδύνατον να αποφύγουν την δυσοίωνη μοίρα που έχουν κληρονομήσει.
Ο Ari Aster, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο δημιουργεί ένα εφιαλτικό όραμα που μεταμορφώνει μια συνηθισμένη οικογενειακή τραγωδία σε μια ταινία τρόμου που οδηγεί τον φόβο σε άλλα επίπεδα.

Σκηνοθεσία: Ari Aster
Με τους: Toni Collette, Alex Wolff, Milly Shapiro, Ann Dowd, Gabriel Byrne

 

Δέκα γρήγορα σχόλια για τα Όσκαρ 2020

1) Σάρωσαν τα Όσκαρ τα κορεάτικα «Παράσιτα». Τολμώ να πω λοιπόν πως αξίζει αναδρομικά ένα Όσκαρ καλύτερης ταινίας στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, σωστά;

2) Δικαιότατα το Όσκαρ στον Χοακίν Φοίνιξ. Όλοι/ες το γνωρίζαμε εκ των προτέρων ότι θα το κέρδιζε αν και έχει ερμηνεύσει πολλούς, καλούς ρόλους στο παρελθόν. «Να είναι άραγε μια επιβράβευση για όλους αυτούς;» ρωτούσε μια φίλη. Όχι, δεν το νομίζω.

3) Επιβεβαίωθηκε για ακόμα μία φορά η δυσανεξία της Ακαδημίας στον μάστρο-Σκορτσέζε. Σιγά μην έπαιρνε Όσκαρ! Ιδιαίτερα μετά το (λανθασμένο) σχόλιο του για τις ταινίες με υπερήρωες και μετά την συνεργασία του με το τηλεοπτικό δίκτυο Νέτφλιξ που επιχειρεί και στον χώρο του κινηματογράφου… θεωρώ ότι δεν θα έπαιρνε κάποιο Όσκαρ. Όπως και έγινε.

4) Το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου έπρεπε να πάει στον Τζο Πέσι. Τέλος. Αλλά να μην πάρει κι ένα Όσκαρ, το δικαιούταν είναι η αλήθεια, ο Μπραντ Πιτ… ε, ο Ταραντίνο;

5) Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου θα μπορούσε να πάει στο «Κάποτε… στο Χόλιγουντ»…

6) Ναι μεν βραβεύτηκε μια, αξιόλογη οπωσδήποτε, πολιτική-κοινωνική ταινία όπως τα «Παράσιτα» αλλά… είναι μια ταινία α) σε μη ρεαλιστικό πλαίσιο και β) με τέλος που δεν επέρχεται καμία κάθαρση σε σχέση με το… «Τζόκερ» που κλείνει με ένα τέλος ταιριαστό για τον χαρακτήρα του ήρωα και με μία, τυφλή έστω, εξέγερση. Ε, είπαμε, μην πάρουνε και τα μυαλά μας αέρα, έτσι; Άκου, λέει, να βραβευτεί μία ταινία που κλείνει με μια εξέγερση… Τουλάχιστον οι εξεγέρσεις είναι μια πραγματικότητα δίπλα μας.

7) Βασικά, οι περισσότεροι βολεύτηκαν με τα Όσκαρ που έλαβαν, δεν θα έχουν παράπονο άσχετα τι λέμε εμείς…

8) …στην τελική αυτό που μετράει -γι’ αυτούς- είναι οι εισπράξεις. Και για όλους τους υπόλοιπους… να μπορούμε να κατεβάζουμε «ελεύθερα» τις ταινίες της αρεσκείας μας.

9) Πόσες ταινίες είδατε σε κινηματογραφικές αίθουσες φέτος; Πόσες κινηματογραφικές αίθουσες είχαν προσιτό εισιτήριο; Πόσες ταινίες είχαν τη διανομή που τους έπρεπε; (Πήγε Φλεβάρης για να δούμε την ταινία «Ο Φάρος» στην Ελλάδα…) Να τα ερωτήματα που πρέπει να μας απασχολούν. Για να βλέπουμε ελεύθερα τις ταινίες που βγαίνουν. Κακά τα ψέματα, το κατέβασμα είναι μια λύση ανάγκης… η γνήσια κινηματογραφική απόλαυση αλλού βρίσκεται, στη μεγάλη οθόνη.

10) Πάντως το 2019 ήταν μια πολύ καλή κινηματογραφική χρονιά. (Ναι, είχαμε και σκουπίδια όπως το «Cats»).

 

Υ.Γ.: Θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλια και τις ενστάσεις σας.

Σχόλιο: Ειρηναίος Μαράκης

 

Κινηματογράφος: Το ατόπημα του Μάρτιν Σκορτσέζε | σχόλιο

Σχόλιο: Ειρηναίος Μαράκης

Σε σοβαρό ατόπημα προχώρησε ο Μάρτιν Σκορτσέζε καθώς δήλωσε ότι οι ταινίες με υπερήρωες (της Marvel!) δεν είναι σινεμά… Γιατί είναι ατόπημα θα με ρωτήσετε, αν και η απάντηση είναι προφανής: ακυρώνει ένα ολόκληρο είδος και πολιτισμικό φαινόμενο με τα θετικά κι αρνητικά στοιχεία του.

Λοιπόν, επειδή είμαι (προσπαθώ δηλαδή) απέναντι σε κάθε μορφή ελιτισμού (εκτός από τον δικό μου κι αυτό είναι μια μεγάλη μου αδυναμία) έχω να πω ότι η άποψη του Σκορτσέζε είναι κυριολεκτικά για τα μπάζα. Για να μην πω οτι είναι και υστερόβουλη αν συνυπολογίσουμε οτι ολες οι κριτικές της ταινίας Joker (εκτός του επίσημου σύμπαν των ταινιών της DC) με τον Χοακίν Φοίνιξ βρίσκουν αντιστοιχίες με δικές του ταινίες (Ταξιτζής)…

Συγκεκριμένα, και επειδή σε τέτοιες περιπτώσεις μετράει να δίνονται οι δηλώσεις όπως ακριβώς έγιναν, ο Σκορτσέζε είπε για τις ταινίες αυτές πως “I don’t see them. I tried, you know? But that’s not cinema.”

FB_IMG_1570277751377

Αντιγράφω το απόσπασμα σχετικού άρθρου του Cameron Bonomolo από το Comicbook.com (https://comicbook.com/marvel/2019/10/03/marvel-movies-not-cinema-martin-scorsese-the-irishman/):

“[…] the Taxi Driver and The Departed director was asked about the proliferation of the superhero genre and the Marvel Cinematic Universe. Scorsese then admitted he tried and failed to get into Marvel movies, which he sees as more play pretend than genuine human drama.

“I don’t see them. I tried, you know? But that’s not cinema,” Scorsese told Empire. “Honestly, the closest I can think of them, as well made as they are, with actors doing the best they can under the circumstances, is theme parks. It isn’t the cinema of human beings trying to convey emotional, psychological experiences to another human being.”

Αυτό νομίζω, είμαι σχεδόν βέβαιος δηλαδή, πως επιβεβαιώνει την θέση μου περί υστεροβουλίας. Αλλά και να υποθέσουμε πως κάνω λάθος, το εύχομαι, κι ότι ο Σκορτσέζε αναφέρεται γενικά στο είδος των υπερηρωικών ταινιών, συμπεριλαμβάνοντας π.χ. τις ταινίες της DC ή του Νόλαν, πάλι η άποψη του εκφράζει ελιτισμό και απαξίωση καθώς ακυρώνει, όπως προείπα, ένα ολόκληρο είδος.

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ταινίες για τα… σκουπίδια, έτσι; Σε αυτό και σε άλλα είδη. Ή ότι δεν πρέπει να ασκούμε κριτική και μάλιστα σκληρή στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την μαζική κουλτούρα και με τις ιδέες που προωθούνται και που επιβάλλονται.

Για παράδειγμα, η ιδέα και η αντίληψη, που προωθεί η κινηματογραφική βιομηχανία μέσω των υπερηρωικών ταινιών έχει να κάνει, το βάζω πολύ απλοϊκά: 1) με την ανάθεση της σωτηρίας του κόσμου από μια ομάδα αρίστων και 2) ότι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι αδυνατούν να ορίσουν το μέλλον τους άρα η ύπαρξη ενός Μεσσία καθίσταται αναγκαία.

Από αυτή την άποψη, οι ταινίες με υπερήρωες μπορεί να προσφέρουν, αναμφισβήτητα, διασκέδαση και να αναδεικνύουν πετυχημένα κάποια ή περισσότερα συναισθήματα αλλά ιδεολογικά δεν προσφέρουν κάτι το καινούργιο. Αναπαράγουν μια πολύ παλιά ιδέα που την συναντάμε σε πλήθος έργα της pulp λογοτεχνίας, του κινηματογράφου (western) αλλά και της πραγματικής ζωής. Είναι μία ιδέα σύμφωνη με την ατομικιστική αντίληψη που καλλιέργησε ο καπιταλισμός στις ΗΠΑ, κυρίως, και στην Δυτική κοινωνία. Εκεί μάλιστα, να γίνει κριτική. Είναι κάτι που πραγματικά χρειάζεται. (Δεν λέω ότι πρέπει να κάνει ο Σκορτσέζε αυτή την κριτική).

Όμως, και εδώ είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό, η μία πραγματικότητα δεν αναιρεί την άλλη, έτσι δεν είναι;

Έτσι κι αλλιώς, χώρος υπάρχει και για τις υπερηρωικές ταινίες και βέβαια για τις ταινίες του Σκορτσέζε. Προσωπικά, δεν λέω όχι σε κανέναν τους. Απολαμβάνω και τους δύο εξίσου, για άλλους λόγους προφανώς. Ίσως μάλιστα αυτή ακριβώς να είναι και η μαγεία του κινηματογράφου. Αντίφαση; Αντίφαση, ασφαλώς! Αλλά η ζωή προχωράει μέσα από τις αντιφάσεις της.

 

FB_IMG_1570277730679