Το ζήτημα δεν είναι ο Καραγάτσης

Με αφορμή ένα άρθρο της Ρένας Λούνα στη Lifo (Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες) και μια απάντηση-σεξιστική επίθεση του Χρήστου Χωμενίδη.

Εκεί που έφτυσε ο Μ. Καραγάτσης, εκεί που αμάρτησε ο Νίκος Καζαντζάκης κι έχυσε τα δάκρυα του ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης φύτρωσαν οι σύγχρονοι λογοτέχνες ή/και οι παραλογοτέχνες. Όπως εκεί που έχασαν αίμα κι έσταξαν λίγο κρασί στη μνήμη των νεκρών ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Γιάννης Ρίτσος κι ο Οδυσσέας Ελύτης κάρπισαν οι σύγχρονοι ποιητές αλλά και οι δημιουργοί που κάνουν καριέρα μέσω της διαφήμισης και όχι με τα όπλα της τέχνης τους. Πάνω και πέρα απ’ όλους, βρίσκεται ο Καβάφης, η Αλεξάνδρεια του και οι εξόριστοι της ελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας (π.χ. Χρήστος Μπράβος, Φώτης Αγγουλές κ.α).

Αλλά κανένας, οι παραπάνω κι ακόμα περισσότεροι, δεν πρέπει να βρίσκεται σ’ ένα βάθρο απρόσιτο από την κριτική. Ιδιαίτερα από τη σύγχρονη κριτική. Ακόμα και από την κριτική που, στοχευμένα ή άθελά της, προβαίνει σε λανθασμένες ή υπερφιλόδοξες εκτιμήσεις. Το δικαίωμα στην άρνηση, στη διαφορετική θέση και άποψη, από εκείνες τις ομάδες που η κυριάρχη ιδεολογία θέλει στο περιθώριο (γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, μετανάστες/τριες), πρέπει να βρει το χώρο της στη λογοτεχνία και να αναπνεύσει ελεύθερα. Η νέα γενιά λογοτεχνών έχει καθήκον να βγει μπροστά και να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο αυτό καθώς και άλλα δικαιώματα. Και το κάνει, να είστε σίγουροι. Όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους ευπώλητους λογοτέχνες (Χωμενίδης) και στους φίλους τους που αξιοποιούν το υποτιθέμενο κι ανύπαρκτο woke ως εργαλείο για σεξιστικές επιθέσεις σε λογοτεχνίδες που αμφισβητούν και εκφράζονται πέρα από τα καθιερωμένα.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί, ότι ούτε πολιτική ορθότητα και woke υπάρχουν, ούτε δικαιωματισμός, ουτε cancel culture. Και ιδιαίτερα με τον τρόπο που έχουν γίνει γνωστά. Όλα αυτά είναι θεωρητικά σχήματα αλλά και μια έκφραση-πολιτική θέση κοινή στην ακροδεξιά και (νεο)φιλελεύθερη ιδεολογία και στους κάθε λογής εκπροσώπους τους, που στοχοποιούν την Αριστερά και την Αναρχία ως φορείς αντεθνικής δράσης μέσω των αγώνων τους για τα κοινωνικά δικαιώματα. Είναι παράλληλα μια θέση που στοχοποιεί το αντιρατσιστικό και το αντιφασιστικό κίνημα, το αναπηρικό κίνημα, τον αντισεξισμό και τους αγώνες κατά της κουλτούρας του βιασμού, τις εθνικές μειονότητες, τους ψυχικά ασθενείς, τον αντισπισισμό και την ριζοσπαστική οικολογία ως αντιδραστικά στοιχεία που πρέπει να εξαφανιστούν με κάθε τρόπο [1]. Η επίθεση του Χωμενίδη και των ομοϊδεατών του εντάσσεται σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αναδεικνύοντας την πολιτική διάσταση του ζητήματος που δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία και με τον Καραγάτση.

Καραγάτσης

Κατά τη γνώμη μου, ο αστός και κοσμοπολίτης Καραγάτσης είναι ένας σημαντικός, τεχνίτης συγγραφέας. Κι αυτό ισχύει άσχετα με τις ιδέες και τον τρόπο ζωής του. Με λίγα λόγια, αξίζει να του δώσετε την προσοχή σας. Με κριτικό βλέμμα. Χωρίς αγιοποιήσεις, χωρίς ωραιοποιήσεις και άλλα παραπλανητικά σχήματα. Έξω από τα στενά όρια της εθνικής λογοτεχνίας. Για παράδειγμα, πως γίνεται να αγνοήσουμε ότι ο Καραγάτσης όπως κι ο Στράτης Μυριβήλης («Ζωή εν τάφω») άλλαξε τον ιδεολογικό προσανατολισμό του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» σε μεταγενέστερες εκδόσεις; Όπως αναφέρει ο Ηρακλής Κακαβάνης σε άρθρα του για τις ιδεολογικές μεταμορφώσεις του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» [2]:

«Ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» παρουσιάζει ενδιαφέρον για την εποχή , που αναφέρεται και την εξάπλωση των κομμουνιστικών ιδεών σε μια μεγαλούπολη της χώρας μας δεκαπέντε χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση (από τη Σχολή ξεπήδησε η καλύτερη αντιστασιακή ομάδα την περίοδο της γερμανικής Κατοχής στη χώρα μας). Έχει ενδιαφέρον, όμως, και για την ιδεολογική μεταστροφή του ίδιου του συγγραφέα. […]

Ο Λιάπκιν παίρνει την οριστική του μορφή το 1955 (από αυτή την έκδοση και μετά το βιβλίο εκδίδεται από την «Εστία»). Είχαν μεσολαβήσει οι εκδόσεις το 1939 («Πυρσός»), 1944 («Καραβίας»).

Στην πρώτη του έκδοση ο Καραγάτσης με συμπάθεια τοποθετείται απέναντι στη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Στις επόμενες εκδόσεις σταδιακά αφαιρούνται τα φιλομπολσεβίκικα χωρία ώσπου στην έκδοση του 1955 το έργο γίνεται αντισοβιετικό, εχθρικό προς την Οχτωβριανή Επανάσταση [3]. Τις πρώτες αλλαγές τις εντοπίσαμε στην έκδοση του 1939 (3η έκδοση – περίοδος δικτατορίας Μεταξά) και συνεχίστηκαν στην τέταρτη έκδοση το 1944» […]

Ο Μ. Καραγάτσης, όντας ένας αστός λογοτέχνης, τον οποίο, όμως, ποτέ δεν κέρδισε ολοκληρωτικά η τάξη του. Ως νέος, επηρεασμένος από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει, δείχνει συμπάθεια στις μαρξιστικές ιδέες και στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Μια συμπάθεια, που μοιάζει με αυτή του καθηγητή της Σχολής κ. Αλευρά. Αυτόν που ο ίδιος ο Καραγάτσης γράφει ότι είναι «ανώδυνα θεωρητικός συμπαθών προς το ρωσικό «πείραμα», από το οποίο αυτός δεν είχε τίποτα να διακινδυνέψη προσωπικά».

Στην Κατοχή προσεγγίζει για λίγο το ΕΑΜικό κίνημα. Γράφει μάλιστα και στο κατοχικό περιοδικό «Πρωτοπόροι» με το ψευδώνυμο ως Χρήστος Νεζερίτης. Μετά την απελευθέρωση τοποθετείται στο αντιΕΑΜικό – αντικομουνιστικό στρατόπεδο. Χωρίς η δράση – στάση του να ταυτίζεται με κείνη του Μυριβήλη. Στον εμφύλιο ο ήταν πολεμικός ανταποκριτής της κυβερνητικής εφημερίδας «Βραδυνή».

Στη δεκαετία του 1950 πολιτεύεται σε δύο εκλογικές διαδικασίες (1956 και 1958) με το Κόμμα των Προοδευτικών (Σπ. Μαρκεζίνης). Ο αδελφός του είναι συνεχώς βουλευτής, υπουργός και σχεδόν «μόνιμος» πρόεδρος της Βουλής (πρώτα με το Συναγερμό του Παπάγου και σε συνέχεια με την ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή). Σίγουρα αν ήθελε θα μπορούσε να έχει άλλη πολιτική σταδιοδρομία».

Πέρα από όλα τα παραπάνω και επιστρέφοντας στο επίμαχο άρθρο που δημοσίευσε η Lifo έχουμε να παρατηρήσουμε ότι οι ενστάσεις για τη συγγραφική δεινότητα του Καραγάτση δεν είναι καινούργιες. Ίσως θα έπρεπε να το γνωρίζουν αυτό όσοι έκαναν λόγο για «υπόδειγμα χυδαίας κριτικής» και αναφορικά με το κείμενο της Ρένας Λούνα. Για παράδειγμα, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης σε μια κριτική του για το για το «Σέργιος και Βάκχος» που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Κριτική» (1960) αναφέρει ότι:

«Στον «Σέργιο και Βάκχο», όπου πάει πολλά να αποδείξει και κυρίως να επιδείξει ο συγγραφέας, τα κυριότερα χαρακτηριστικά του είναι –όπως και σ’ όλα τα περισσότερο αποτυχημένα βιβλία του Μ. Καραγάτση – η εξεζητημένη βωμολοχία, η υπαγωγή των πάντων στο σεξ – αποκλειστική κινητήρια δύναμη της κοινωνίας και της ιστορίας –, η μανία των ηθικοπλαστικών διδασκαλιών μέσω της τσουχτερής ανεκδοτολογίας και των «τολμηρών» περιγραφών»[4]

Διαδήλωση και κατάληψη υπέρ της Παλαιστίνης στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Φωτογραφία: Piroschka Van De Wouw/Reuters

Προνόμιο

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν τη στιγμή που σε Παλαιστίνη και Ουκρανία πεθαίνει κόσμος από τους βομβαρδισμούς, με νέες επιθέσεις στη Ρωσία ενώ την ίδια ώρα ο πόλεμος στο Λίβανο βρίσκεται προ των πυλών. Παράλληλα έχει περάσει ένας χρόνος από το ρατσιστικό έγκλημα της κυβέρνησης, του Λιμενικού και της FRONTEX στην Πύλο κι οι γυναικοκτονίες δεν έχουν σταματημό. Ακόμα, σε χώρες της ηπείρου μας και διεθνώς – με τη στήριξη της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των κατά τόπους κυβερνήσεων – οι φασίστες χρησιμοποιούν το ρατσισμό σαν το παγοθραυστικό για να μετατραπούν σε καθώς πρέπει δυνάμεις του πολιτικού συστήματος, να ξεπλυθούν από τις σβάστικες και τους ύμνους στο Ολοκαύτωμα και να παρουσιαστούν μάλιστα και ως τολμηροί δήθεν «αντισυστημικοί».

Είναι γνωστό σε όλους, όλες και όλ@, άνθρωποι σαν κι αυτούς δεν έχουν γράψει ούτε μια πρόταση για τα συγκεκριμένα ζητήματα. Και πώς να γράψουν όταν είναι υπηρέτες του οικονομικού και πολιτικού συστήματος που συμμετέχει σε γενοκτονίες ολόκληρων λαών; Πώς να γράψουν όταν βρίσκονται στο ίδιο πλευρό με την κυβέρνηση της ΝΔ που στηρίζει με κάθε τρόπο τη γενοκτονία της Παλαιστίνης, σκοτώνει ανθρώπους στα Τέμπη, στην Πύλο, στη Δαδιά και κλιμακώνει τις επιθέσεις κατά των γυναικών; Είναι κι αυτό μέρος του προνομίου όλων όσων κοιτάνε αφ’ υψηλού τα προβλήματα της κοινωνίας και της λογοτεχνίας. «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται» όπως έγραψε ο Καβάφης (Στα 200 π.Χ.). Αλλά το μακρύ χέρι του σεξισμού θα κόβεται. Με διαδηλώσεις, με κείμενα, με δράσεις. Για να είμαστε ξηγημένοι.

Ειρηναίος Μαράκης

Σημειώσεις:

[1] Περισσότερα σε παλιότερο άρθρο μου: Δικαιωματισμός – μια αντιδραστική αντίληψη και ορολογία (κριτική προσέγγιση), Αγώνας της Κρήτης (11/09/2019)

[2] Πρόκειται για μια παρέμβαση δημοσιευμένη σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Ατέχνως: Οι ιδεολογικές μεταμορφώσεις του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» (Μέρος 1ο) και «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» – Οι πρωταγωνιστές «αλλαξοπιστούν» μετά την πρώτη έκδοση (Μέρος 2ο)

[3] Η πρώτη επισήμανση αυτής της ιδεολογικής μεταμόρφωσης του Μ. Καραγάτση, έγινε σε επιφυλλίδα του «Ριζοσπάστη» «Ο Λιάπκιν του Καραγάτση», με την υπογραφή Σ. (2/8/1978). Με το αρχικό αυτό έγραφε κριτικά σημειώματα εκείνη την περίοδο στην εφημερίδα του ΚΚΕ ο Μ.Μ. Παπαιωάννου. (Σημείωση Ηρακλή Κακαβάνη)

[4] Περιλαμβάνεται στον τόμο «Τα Συμπληρωματικά – Σημειώσεις Κριτικής», Εκδόσεις Στιγμή (1985).

***

Φωτογραφία εξωφύλλου: Εικονίζονται από αριστερά: Μ. Καραγάτσης, Νίκη Καραγάτση, Θράσος Καστανάκης, Αντίμπ (Γαλλία), το 1956 [Αρχείο Θράσου Καστανάκη / E.L.I.A. Photographic Archive].

Περί βραβείων

«Η ιδιοτητά μου ως καλλιτέχνη αντιτίθεται και ως προς την αποδοχή μιας ανταμοιβής που μου παραχωρείται από το Κράτος. Το Κράτος είναι αναρμόδιο στα θέματα της τέχνης. Όταν αναλαμβάνει την ανταμοιβή της σφετερίζεται τις προτιμήσεις του κοινού. Η παρέμβαση του Κράτους είναι αποθαρρυντική, ολέθρια για τον καλλιτέχνη γιατί τον εξαπατά ως προς την αξία του, ολέθρια και για την τέχνη γιατί την εγκλωβίζει μέσα στις επίσημες συμβάσεις και την καταδικάζει στην πιο άγονη μετριότητα».

Gustave Courbet, Επιστολή προς τον Υπουργό Καλών Τεχνών, (1870)

Πιο εύκολα βρίσκεις λογοτεχνικά και ποιητικά βραβεία στις μέρες μας παρά φτηνές ντομάτες στη λαϊκή… Και βέβαια, αν δεν είσαι μέλος στις διάφορες ελίτ (δεξιές, αριστερές, εναλλακτικές) ή/και σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους τότε… μην κάνεις όνειρα ότι το έργο σου θα βρει ευκαιρία να δοκιμαστεί στο μεγάλο κοινό. Αλλά ακόμα και στο διαδίκτυο που όλοι/ες χρησιμοποιούμε για να βγει προς τα έξω η δουλειά μας, καλή ή κακή δεν έχει σημασία, πάλι τα γνωστά ονόματα και τα δίκτυα επικρατούν…

Τέλος, εκτός από τον Θανάση Τριαρίδη που ζήτησε να εξαιρεθεί από τη βραχεία λίστα των υποψηφιοτήτων για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας για το 2022, δεν έχω δει κανέναν αλλο δημιουργό να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση. Είναι λογικό βέβαια, καθώς τα βραβεία είναι εργαλείο προώθησης και όχι ένα ακόμα εργαλείο για την κριτική επισκόπηση της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής.

Ειρηναίος Μαράκης

Φωτογραφία: Dreamstime.com

***

Το απόσπασμα της επιστολής του Gustave Courbet από την ομώνυμη έκδοση που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Άγρα το 1986 και στη σειρά Επιστολές. Σε μετάφραση της Λήδας Παλλαντίου.

Διαβάστε ακόμα:

Η άρνηση Χριστιανόπουλου, Αγώνας της Κρήτης (31/01/2012)


Ο Καρύλ Φερέ στα Χανιά

Ο ΚΑΡΥΛ ΦΕΡΕ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ

Ο Γάλλος συγγραφέας Καρύλ Φερέ θα βρίσκεται στα Χανιά και στα πλαίσια των προφεστιβαλικών εκδηλώσεων του 3ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων (Πέμπτη 23.5.2024, 8.30μμ, Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης). Θα συνομιλήσει με τη δημοσιογράφο Κυριακή Μπεϊόγλου με αφορμή την έκδοση του νέου του μυθιστορήματος «Οκαβάνγκο» (μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, Εκδόσεις Άγρα) και θα δεχθεί ερωτήσεις από το κοινό. (Προχθές κυκλοφόρησε το βιβλίο στα ελληνικά. Ο συγγραφέας θα μιλήσει γι’ αυτό στα Χανιά, τη Δευτέρα θα ανηφορίσει προς Θεσσαλονίκη και την Τετάρτη υπέγραψε βιβλία του στην Αθήνα. Τι σου κάνει το μάρκετινγκ, ε;)

Έχω μπροστά μου δύο από τα πιο γνωστά έργα του. Κατά τη γνώμη μου, το αστυνομικής πλοκής «Κόνδωρ» και το σύντομο, περιεκτικό, σχεδόν ποιητικό «Οι νύχτες του Σαν Φρανσίσκο», μαζί με το «Μαπούτσε», αποτελούν μια πολύ καλή εισαγωγή στο έργο του Φερέ. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με επίκαιρα κοινωνικά θέματα, αναλύει την κοινωνική/πολιτική διαφθορά και τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, έστω κι δεν καταφέρνει πάντα να δώσει βάθος στους χαρακτήρες του.

Δεν θα κάνω κάποια μεγάλη ανάλυση για αυτά. Όπως και στα προηγούμενα, ο συγγραφέας ξεκινάει με τη γνωριμία του κοινωνικού κι ανθρώπινου περιβάλλοντος, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Και μετά τη μέση, η πλοκή γίνεται καταιγιστική με μια γραφή προσαρμοσμένη τόσο στα γούστα του σύγχρονου αναγνώστη που θέλει να διαβάζει χωρίς να κουράζεται, όσο και στην πιθανή μεταφορά του στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Υπενθυμίζω σε αυτό το σημείο, ότι το «Ζουλού» γυρίστηκε ταινία το 2013 από τον Ζερόμ Σαλ, με πρωταγωνιστές τον Ορλάντο Μπλουμ και τον Φόρεστ Γουίτακερ. (Δείτε την)

Γενικά, ο Φερέ είναι ένας συγγραφέας που τα μυθιστορήματα του πρέπει να τα προσθέσεις στη βιβλιοθήκη σου ή να τα αναζητήσεις στη Δημοτική βιβλιοθήκη της περιοχής σου. Είναι σίγουρα δουλευταράς, ταξιδεύει στις χώρες όπου θα χτίσει το νέο του έργο και κάνει μελέτες με το μολύβι και το λάπτοπ παρά πόδα. Ακόμα έχει πράγματα να πει, που σε βάζουν σε σκέψη και προβληματίζουν. Δεν διστάζει να προβάλλει πάνω σε αυτά και την πολιτική του άποψη, που πολλές φορές, μπορεί να έρθει σε αντίθεση με το ίδιο το έργο του. Για παράδειγμα, σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας είναι πολύ άδικος στη εκτιμήσεις του σχετικά με το MIP (Αριστερό Επαναστατικό Κίνημα) στη Χιλή…

Οπωσδήποτε η επίσκεψη του στα Χανιά αποτελεί ένα σπουδαίο γεγονός, αν και για το Φεστιβάλ έχω διάφορες ενστάσεις που δεν αφορούν την παρούσα ανάρτηση. Ούτε και τον Φερέ, βέβαια. (Τούτη τη φορά, ελπίζω κι εύχομαι να υπάρχουν αρκετοί μεταφραστές ώστε να μην επαναληφθεί το περσινό φιάσκο στην εκδήλωση με τον Λεονάρδο Παδούρα όπου οι μισοί και πλέον θεατές ψάχναμε στα κινητά μας για να ενεργοποιήσουμε τις αυτόματες εφαρμογές μετάφρασης…)

Ειρηναίος Μαράκης

Κώστας Σπανάκης, «Γαλάζιες Κυρίες 2» – Εικαστική έκθεση 13-18/5 στο Μ. Αρσενάλι

Μια ενδιαφέρουσα εικαστική έκθεση του Κώστα Σπανάκη θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στα Χανιά κι η οποία θα φιλοξενηθεί στο Μεγάλο Αρσενάλι από τη ∆ευτέρα 13 Μαΐου έως και το Σάββατο 18 Μαΐου (ώρες λειτουργίας: 11πμ – 3μμ, 7 – 11μμ).

Οι «Γαλάζιες Κυρίες», η πασίγνωστη τοιχογραφία της Υστερομινωικής περιόδου από το Μινωικό ανάκτορο της Κνωσού, γίνεται πηγή έμπνευσης για το δημιουργό που μας παρουσιάζει μια σειρά από χειραφετημένες και δυναμικές γυναίκες σε μια χρονική περίοδο από την Μινωική Κρήτη έως τη δεκαετία του ’60 μέχρι και σήμερα. Οι «Γαλάζιες Κυρίες» συνομιλούν με την ιστορία, με την pop κουλτούρα, την τεχνολογία και η αποτύπωση τους, σε εμένα προσωπικά, θύμισε τουριστικές αφίσες από εκείνη την εποχή που η κατασκευή αφίσας ήταν μια ολόκληρη τέχνη (στις «χρυσές» εποχές της ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού κι έπειτα).

Έργο του Κώστα Σπανάκη.

Πέρασα από τον χώρο της έκθεσης την ώρα που ετοιμάζονταν από τον καλλιτέχνη. Χωρίς να έχω εικόνα της προηγούμενης (οι πρώτες «Γαλάζιες Κυρίες» παρουσιάστηκαν στο Πολύκεντρο Βουκολιών του ∆ήµου Πλατανιά τον Νοέµβριο 2022) ή του συνολικότερου έργου του Κώστα Σπανάκη, μπορώ να πω ότι ο δημιουργός προσπαθεί να αναδείξει τις σχέσεις της ζωγραφικής με άλλες τέχνες (φωτογραφία, κινηματογράφος, κόμικς) ή με την ίδια την εικαστική τέχνη (δείτε την πρώτη εικόνα της ανάρτησης με τον Πάμπλο Πικάσο). Τέλος, η ζωγραφική του είναι ανθρωποκεντρική και συνδέει την ελληνική ιστορία με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα μέσα από τη χρήση φωτεινών χρωμάτων με το γαλάζιο να κυριαρχεί.

Ειρηναίος Μαράκης
Χανιά, 12/5/2024

#eirmar_photos

Οι «Γαλάζιες Κυρίες» από το Μινωικό ανάκτορο της Κνωσού. Τοιχογραφία Υστερομινωικής περιόδου. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Κρήτη

Η αφίσα της έκθεσης.

Γιάννης Μπεράτης, Καφές στη χούφτα (από το Πλατύ ποτάμι)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ, ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΧΟΥΦΤΑ *

Διαβάζω σε διάφορες σελίδες ότι από τον επόμενο μήνα θα χρειαζόμαστε τρία ευρώ (3 €) για τον καφέ στο χέρι. Άντε, λίγο ακόμα θέλουμε για να τον τρώμε ωμό μέσα από τη χούφτα μας, όπως στο περιστατικό που περιγράφει ο Γιάννης Μπεράτης στο εξαιρετικό μυθιστόρημα «Το πλατύ ποτάμι» (πρωτοεκδόθηκε το 1946 από τις εκδόσεις Ερμής). Ο Μπεράτης υπηρέτησε ως εθελοντής με το βαθμό του ανθυπολοχαγού στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα:

Από μέσα (φαίνεται πως τα πράματα κάπου σκαλώσανε) ακούγανε συνεχώς (ας ήταν η πόρτα κλειστή) κουδουνίσματα κι αδιάκοπες τηλεφωνικές κλήσεις. Ε! που να πάρ’ η οργή που να μην ξέρει αυτός Ιταλικά να καταλάβει κάτι… Εκεί θα ‘πρεπε να ‘ναι κάποιος που να ξέρει κάπως αυτά τα ιταλικά.

— Ξέρεις, Μπεράτη, τον διέκοψε ο Σγουρός, πως κάναμε μεγάλη βλακεία που δε σε ντύσαμε εσένα στρατιώτη, και δε σε στείλαμε; Ε! που να πάρει η ευχή!

— Εγώ, κύριε Διοικητά, θα ‘μουνα πρόθυμος — αλλά, καταλαβαίνετε, πρώτη μέρα που ‘ρθα εδώ, κι έτσι ακατατόπιστος… δεν ήξερα ακόμη αν έχω το δικαίωμα να το ζητήσω… κι αφού δεν μου ‘πατε και τίποτα…

— Και δεν το ‘λεγες, μωρέ παιδί! και δεν το ‘λεγες! Αχ! με κάνεις και σκάω τώρα, μωρέ Μπεράτη! — κι ο Σγουρός με το τακούνι της μπότας του κοπάνισε μια γερή στο καταφλογισμένο κούτσουρο που ήτανε δίπλα του.

Έλα, μωρέ λοχία — καλός και άξιος είσαι, μα κάνεις και δεκαπέντε ώρες να μας τα πεις, μωρέ παιδάκι μου.

Μα τι να σου πει, κύριε Διοικητά; Μήπως δε στα λέει…

— Είσαστε κουρασμένοι, παιδιά; είπε άξαφνα ο Σγουρός.

Μπα που είναι κουρασμένοι! Και να ‘ναι λίγο κουρασμένοι, τι σημασία έχουν όλ’ αυτά, κύριε Διοικητά. Άκου λοιπόν, το παρακάτω. Δεν τους είπες να σου τα πουν όλα με το νι και με το σίγμα; Λοιπόν κουδουνούσανε από μέσα, κουδουνούσανε, και φαίνεται πως γινόταν μεγάλη φασαρία και πως δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν και κάπως τα ‘χανε χάσει, κύριε Διοικητά, έτσι που τους ήρθε ξαφνικά το γράμμα και δεν ξέρανε τι να κάνουν κι όλο ρωτούσαν από δω κι από κει για τι απάντηση να δώσουν και μου φαίνεται (ας μην καταλαβαίνω ιταλικά) πως δεν μπορούσαν να βρουν τον αρμόδιο κι ο ένας τους ξαπόστελνε στον άλλον — μια χάβρα*· χάβρα εβραίικη δηλαδή, κύριε Διοικητά. Τους ακούγαμε, και μεις καθόμαστε απ’ έξω, σε κείνο το παγκάκι που μας είχανε βάλει να καθίσουμε. Τώρα, μετά τα τσιγάρα, όλοι ήτανε δίπλα μας, γελούσαν κι όλο μας κάναν νοήματα — κι ένας λοχίας μέσα σ’ ένα κράνος μάς έφερε να μας τρατάρει καφέ.

— Καφέ; Πώς καφέ μέσα στο κράνος; είπε ο Σγουρός.

— Ναι, καφέ με ζάχαρη· ανακατεμένα.

— Πώς καφέ με ζάχαρη;

— Να, έτσι, χοντροκομμένο καφέ με ζάχαρη· ανακατεμένα.

— Και πώς το τρώνε αυτό; ρώταγε πάλι ο Σγουρός — έτσι;

— Ναι, έτσι, κύριε Διοικητά· με τη χούφτα.

— Άλλο και τούτο! — και λοιπόν;

— Καλό ήτανε, δε σου λέω όχι, μα να σου πω την αλήθεια, ούτ’ εγώ, ούτε ο Δημήτρης, στην αρχή, θέλαμε να πάρουμε — μα καταλαβαίνεις, για να μη τους προσβάλεις… πήραμε, επιτέλους, από μια χούφτα ο καθένας κι είπαμε κι ευχαριστώ. Και τότε μας φέρανε από δυο άσπρα ψωμάκια του καθενός και τυρί μέσα σε ασημένιο χαρτί, και δώσ’ του όλο και μαζευόντουσαν γύρω μας, μας αγκαλιάζανε από παντού κι όλο κάτι λέγανε. Εκείνοι μιλούσαν ιταλικά, εμείς απαντούσαμε ελληνικά — ο Θεός κι η ψυχή τους τι καταλάβανε· όσο καταλάβαμε κι εμείς. (Ο λοχίας κι ο Δημήτρης γελούσανε, βγάζανε απ’ τις τσέπες τους το τυρί και τα ψωμάκια για να μας τα δείξουν — κι όλο θέλανε να μας προσφέρουν κι εμάς).

Όχι, όχι, ευχαριστώ, έλεγε ο Σγουρός κι εγώ. Εμείς φάγαμε — ας τα κρατήσουν αυτοί.

Κάτσαμε πολλή ώρα έτσι, ώσπου βγήκε πάλι εκείνος ο αξιωματικός από μέσα και του ‘δωσε τούτο δω το γράμμα. Κι άκου να δεις! τώρα μόλις διάταξε να τους δέσουνε τα μάτια (που τους τα δέσανε αμέσως με δυο άσπρα μαντίλια), στην επιστροφή, αφού στον ερχομό είχανε δει ό,τι είχανε να δούνε! Άκου παλαβομάρες, κύριε Διοικητά!

* Ο τίτλος δικός μου για τις ανάγκες της ανάρτησης

Ο Γιάννης Μπεράτης (1904-1968) στη βεράντα του σπιτιού του. Καθιστός κρατά βιβλίο. Φωτογραφία του 1961. Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)- Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)