Γράμμα στον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη: Κυριακάτικη βόλτα στο Σφηνάρι (4.2.2024)

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

Γιώργος Σεφέρης, «[Ο τόπος μας είναι κλειστός]»
Ι’, Μυθιστόρημα (απόσπασμα)
Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (19η έκδ.), σ. 55]

Δεν ήταν καθόλου χαμένη η Κυριακή εδώ στην επαρχία, κύριε Λάσκαρη*. Όταν στην πόλη των Χανίων κάνουν κατάληψη, για πολλοστή φορά, 6.000 Αμερικανοί στρατιώτες από το “Gerald Ford” και όταν στον Ομαλό και το Θέρισο γίνεται το αδιαχώρητο από επισκέπτες που θέλουν να παίξουν – και καλά κάνουν – στο χιόνι, λίγες λύσεις υπάρχουν. Είτε μένεις στο σπίτι σου, είτε φεύγεις για μια εκδρομή μακριά από το πλήθος του κόσμου. Άντε, έαν μείνεις στην πόλη υπάρχει η δυνατότητα να πας σε κανένα θέατρο, να δεις καμιά ταινία ή έστω, το ντέρμπι των δύο αιωνίων σε κάποιο μαγαζί.

Η σημερινή έξοδος έφερε την παρεά μας στο Σφηνάρι Κισσάμου, στα δυτικά του νομού. Φτάσαμε μέχρι κάτω στην παραλία. Σε αντίθεση με την κοσμοσυρροή που συναντήσαμε στα άλλα μέρη εδώ βασιλεύει η ησυχία, όπως συμβαίνει στα χωριά και όπου δεν έχει φτάσει ακόμα ο πολιτισμός της υπερκατανάλωσης. Ένα μικρό αλλά ορμητικό ρυάκι χύνονταν στη θάλασσα. Η έρημη παραλία, η θάλασσα που χόρευε στους ρυθμούς του χειμώνα, τα τσακισμένα αρμυρίκια, δυο τρεις ψάθινες ομπρέλες και δέντρα μπαίγνιο του ανέμου**, λάσπη, κρύο ήταν όλη κι όλη η εικόνα. Καθόλου δελεαστική για το μάτι του ένος ανθρώπου, μαθημένου στα τάμπλετ και στις κάθε λογής οθόνες. Και όμως, η μεγαλύτερη ατραξιόν του τοπίου ήταν ότι μπορούσες να κοιτάξεις μέχρι ψηλά στον ουρανό. Ε, κι αν είσαι εθισμένος στις μικροαπολαύσεις της ζωής στην πόλη θα κάνεις κι ένα τσιγάρο. Ακόμα κι αυτό, είμαι σίγουρος ότι θα έχει καλύτερη γεύση.

Τρεις ταβέρνες υπάρχουν στην παραλία. Καθίσαμε στην πρώτη, στον “Καπετάν Φειδία” απροετοίμαστοι για αυτό που θα αντιμετωπίσουμε. Πρόκειται για ένα μαγαζί, δέκα μέτρα από τη θάλασσα με το αντίστοιχο φαγητό, «εδώ είμαστε όλοι ψαράδες» μας τόνισαν, αλλά και κρεατικά. Μια ξυλόσομπα στη μέση του χώρου θέρμαινε αρκετά, φάγαμε καλά και πληρώσαμε… τα μαλλιά της κεφαλής μας. Χαλάλι όμως, γιατί γνωρίσαμε τον γέρο ιδιοκτήτη, μια γραφική φιγούρα με ναυτικό καπέλο, φουλάρι κι ένα παλτό που μας έκανε γνωριμία. (Αν φορούσα το ναυτικό μου παλτό, ίσως να τραγουδούσαμε και κανένα Καββαδία). Πρέπει να ξέρεις, ότι στην επαρχία οι άνθρωποι παραμένουν, όσο μπορούν κι όσο αντέχουν, απλοί. Σε χαιρετάνε όταν επισκεφτείς τον τόπο τους κι άμα λάχει πιάνουν και την κουβέντα. Και όχι, δεν το κάνουν μόνο για τα χρήματα που ασφαλώς υπάρχει και τέτοια στόχευση, σε αρκετές περιπτώσεις. Για παράδειγμα ο γέρος είναι ένας πολύ καλός δημοσιοσχετίστας αλλά και γνήσια φιλικός που αποτελεί ένα εξαιρετικό συνδυασμό για κάποιον που έχει αντίστοιχη επιχείρηση.

Όμως η συζήτηση είχε ενδιαφέρον. Ο γέρος που λες, κύριε Λάσκαρη, έχει 9 παιδιά, 11 εγγόνια και 12 δισέγγονα, έτσι μας είπε τουλάχιστον. Κέρασε την καθιερωμένη τσικουδιά με μεζέ και, αν τον άφηνες ή αν τον κέρναγες ένα σφηνάκι παραπάνω, θα έβγαζε μεροκάματο στο τραπέζι μας. Α, μας ρώτησε κι αν είμαστε παντρεμένοι. Κλασική ερώτηση. Κανένας από την παρεά δεν είναι. «Καλύτερα» απάντησε «κι εγώ που παντρεύτηκα, τι κατάλαβα;»

Πίσω στο σπίτι, κοιτάω ξανά τις φωτογραφίες. Γιατί νιώθω ότι έκανα ένα μεγάλο ταξίδι ενώ απλά απομακρύνθηκα μια ώρα κι ένα τέταρτο από το σπίτι μου; Καλή ερώτηση… Ανασάναμε πάντως κι αυτή την Κυριακή, μέχρι την επόμενη. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος της ημέρας. Ναι, δεν ήταν καθόλου χαμένη η Κυριακή εδώ στην επαρχία, κύριε Λάσκαρη.

Κείμενο, φωτογραφίες: Ειρηναίος Μαράκης

~

Εγκατάλειψη*

Έβρεχε,
έβρεχε πολύ

κι είχε βουλιάξει η ψυχή
στην υγρασία.

Ακόμη μια χαμένη Κυριακή,
εδώ, στην επαρχία.

Xρίστος Λάσκαρης

** Από το ποίημα του Νίκου Καββαδία, Αντίσταση. Αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζηδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα». Βρίσκεται στο βιβλίο «Μέλπω Αξιώτη, Ποιήματα», φιλολογική επιμέλεια Μαίρη Μικέ (εκδ. Κέδρος, 2001).

~

Ακούμε: Γιώργης Κουτσουρέλης, Γιώργος Τζιμάκης Σαράντα μέτρα θάλασσα, Μουσική-Στίχοι-Λαούτο: Γιώργης Κουτσουρέλης, Τραγούδι: Γιώργος Τζιμάκης (Απ’ τη συλλογή »Γιώργης Κουτσουρέλης ‎– 1935 – 1955 Αυθεντικές εκτελέσεις»). Δίσκος His Masters Voice Ελλάδος

Εικόνες της πόλης: Από μικρό κι από τρελό…

Μεσημεράκι της 28ης Οκτωβρίου στα Χανιά, στην περιοχή της Γεφυροπλάστιγγας η Τροχαία είχε στήσει ένα σημείο για να ελέγξει την κυκλοφορία λόγω της παρέλασης. Όπως περνούσα το φανάρι συνάντησα μια οικογένεια. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας, το άσπρο πουκάμισο του άστραφτε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα πλαστικό σημαιάκι. Λίγο πιο πίσω η μητέρα με ένα ανοιξιάτικο φλοράλ φόρεμα και από δίπλα ο γιος τους. Ένας πιτσιρίκος που δεν άφησε τίποτα που να μην το ελέγξει δυο και τρεις φορές. Μοιραία το βλέμμα του έπεσε πάνω στους αστυνομικούς. Και εκεί ήρθε η κρίσιμη ερώτηση…

-Μπαμπά, τι κάνουν εκεί οι αστυνομικοί;

-Ρυθμίζουν την κυκλοφορία. Στην Αγορά θα γίνει η παρέλαση και όλα τα αυτοκίνητα περνάνε από εδώ.

-Και γιατί έχουν όπλα; Για να φοβίζουν τους οδηγούς;

Κοίταξε η μητέρα τον σύντροφο της με άγχος, ανέμισε και αυτός το σημαιάκι του από καθαρή αμηχανία αλλά το μικρό αγόρι απάντηση δεν πήρε…

Ειρηναίος Μαράκης, 30.10.2023

Φωτογραφία: Ελληνικές σημαίες σε παράταξη και προς πώληση με αφορμή την 28η Οκτωβρίου στην πλατεία 1866 στα Χανιά. Πιο πέρα οι Ρομά πωλητές περιμένουν τους πελάτες (25.10.2021

Τα κηδειόχαρτα, του Ειρηναίου Μαράκη

Ο θάνατος ουδέν προς ημάς· το γαρ διαλυθέν αναισθητεί· το δ’ αναισθητούν ουδέν προς ημάς.*
Επίκουρος, Αρχαίος φιλόσοφος (341-270 π.Χ.)

-82 χρονών, νέος!
-Πάει και αυτός…

Η ενημερώση για τις κηδείες και τα μνημόσυνα όσο και αν φαντάζει μακάβρια άλλο τόσο αποτελεί στοιχείο της καθημερινής ζωής. Αν έχεις οξυμένη την ακοή σου, δηλαδή εάν είσαι λιγάκι κουτσομπόλης, και βέβαια αν συχνάζεις στην πλατεία Αγοράς στα Χανιά τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην καταγράψεις σχόλια και συζητήσεις όπως τα παραπάνω.

-Αμ, αυτός εδώ; 85 χρονών!
-Φεύγουν γρήγορα οι νέοι άνθρωποι…

Κάτι τέτοια σχολίαζαν οι δύο κύριοι της πρώτης φωτογραφίας. Γρήγορα τους απαθανάτισα με τη φωτογραφική του κινητού κι ύστερα περίμενα υπομονετικά να διαβάσουν ένα ένα τα κηδειόχαρτα και να φύγουν. Αργότερα ήρθαν και άλλοι.

Παρατήρησα τα πρόσωπα με τη σειρά μου. Δεν διάβασα τα κείμενα. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι δίπλα από τα έτη που έφτασαν στη ζωή έχουν τη φωτογραφία της ταυτότητας που παραπέμπει στα χρόνια της νεότητας: εδώ ένας νεαρός παπάς, εκεί ένας φαντάρος, αλλού ένας μεσόκοπος δημόσιος υπάλληλος. Ελάχιστες αναγγελίες θανάτου έχουν μια εικόνα με το πρόσωπο του νεκρού όπως ήταν την τελευταία μέρα που είδε το φως. Και οι νέοι που δεν πρόλαβαν να ζήσουν εκεί: με το σκουλαρίκι, με τη χρυσή καδένα τους, με ένα ελαφρό μειδίαμα, με το ατίθασο βλέμμα και με τα όνειρα τους. Υστερα κοίταξα τους διαβάτες. Εύκολα, σκέφτηκα, μπορείς να βρεθείς από το δρόμο που ζωντανός τρέχεις στη δουλειά σου, στην υποχρέωση σου, στο άγχος σου, στον έρωτα σου, σε ένα κομμάτι χαρτί που αύριο θα αντικατασταθεί με άλλα πανομοιότυπα χαρτιά.

Η ενημερώση για τις κηδείες και τα μνημόσυνα όσο και αν φαντάζει μακάβρια άλλο τόσο αποτελεί στοιχείο της καθημερινής ζωής. Δεν διαβάζουν όλοι τα κηδειόσημα. Αρκεί να επιβεβαιώσουν ότι κέρδισαν ακόμα μια μέρα ζωντανοί ώστε να μπουν την επόμενη μέρα με ανανεωμένη δύναμη στο ρινγκ της επιβίωσης.

*Ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, γιατί αυτό που αποσυντίθεται δεν έχει αισθήσεις και ό,τι είναι χωρίς αισθήσεις δεν είναι τίποτε για μας.

Ακούμε: Μάρκος Βαμβακάρης, Είναι πικρός ο θάνατος (Πειραιώτικος μανές, 1934) | Μπουζούκι: Μάρκος Βαμβακάρης, Κιθάρα: Κώστας Σκαρβέλης

Σχόλιο, φωτογραφίες: Ειρηναίος Μαράκης, 18/2/2022