Ποίημα: Ειρηναίος Μαράκης, Spleen

SPLEEΝ

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Πικραμένος αναχωρητής, Τα θολά ποτάμια, 1950)

Στο δρόμο βαδίζουμε
σκυφτοί, χωρίς ελπίδα
στο μυαλό ακονίζουμε
μια αιχμηρή λεπίδα.

Τρέμουν τα χέρια μας
τρέμει και η καρδιά
που ψάχνει στα νυχτέρια μας
φιλί και αγκαλιά

μα έρχεται ένα πρωί
που όλα έχουν τελειώσει
ούτε αγκαλιά, ούτε φιλί
κανένας να μας νιώσει…

Στο δρόμο βαδίζουμε
σκυφτοί, χωρίς ελπίδα
και στο μυαλό ακονίζουμε
μια αιχμηρή λεπίδα.

Ειρηναίος Μαράκης
4/12/2018 – 8/6/2024

(Μια άσκηση από παλιά πάνω σ’ ένα γνωστό ποιητικό θέμα. Δεν αποτελεί σχόλιο για τις Ευρωεκλογές ή για την τρέχουσα επικαιρότητα. Αναδημοσίευση από το blog Κίβδηλη Αντιόχεια)

Herald Square, 34th and Broadway, Manhattan (1930)

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Ο παλιατζής, του Ντέμη Κωνσταντινίδη

ο παλιατζής

Έξω περνάει ο παλιατζής.
Ο ήλιος χρυσίζει το πάρκο απέναντι.
Τα πουλιά εξακολουθούν να τσακίζονται
πάνω στο μοντέρνο κτίριο με τους καθρέφτες.
Κι οι γέροι φυλακισμένοι στα μπαλκόνια
περιφέρουν αργά την απελπισία τους.

Ποίημα, φωτογραφία: Ντέμης Κωνσταντινίδης

(Η φωτογραφία από τη Θεσσαλονίκη)

Γράμμα στον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη: Κυριακάτικη βόλτα στο Σφηνάρι (4.2.2024)

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

Γιώργος Σεφέρης, «[Ο τόπος μας είναι κλειστός]»
Ι’, Μυθιστόρημα (απόσπασμα)
Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (19η έκδ.), σ. 55]

Δεν ήταν καθόλου χαμένη η Κυριακή εδώ στην επαρχία, κύριε Λάσκαρη*. Όταν στην πόλη των Χανίων κάνουν κατάληψη, για πολλοστή φορά, 6.000 Αμερικανοί στρατιώτες από το “Gerald Ford” και όταν στον Ομαλό και το Θέρισο γίνεται το αδιαχώρητο από επισκέπτες που θέλουν να παίξουν – και καλά κάνουν – στο χιόνι, λίγες λύσεις υπάρχουν. Είτε μένεις στο σπίτι σου, είτε φεύγεις για μια εκδρομή μακριά από το πλήθος του κόσμου. Άντε, έαν μείνεις στην πόλη υπάρχει η δυνατότητα να πας σε κανένα θέατρο, να δεις καμιά ταινία ή έστω, το ντέρμπι των δύο αιωνίων σε κάποιο μαγαζί.

Η σημερινή έξοδος έφερε την παρεά μας στο Σφηνάρι Κισσάμου, στα δυτικά του νομού. Φτάσαμε μέχρι κάτω στην παραλία. Σε αντίθεση με την κοσμοσυρροή που συναντήσαμε στα άλλα μέρη εδώ βασιλεύει η ησυχία, όπως συμβαίνει στα χωριά και όπου δεν έχει φτάσει ακόμα ο πολιτισμός της υπερκατανάλωσης. Ένα μικρό αλλά ορμητικό ρυάκι χύνονταν στη θάλασσα. Η έρημη παραλία, η θάλασσα που χόρευε στους ρυθμούς του χειμώνα, τα τσακισμένα αρμυρίκια, δυο τρεις ψάθινες ομπρέλες και δέντρα μπαίγνιο του ανέμου**, λάσπη, κρύο ήταν όλη κι όλη η εικόνα. Καθόλου δελεαστική για το μάτι του ένος ανθρώπου, μαθημένου στα τάμπλετ και στις κάθε λογής οθόνες. Και όμως, η μεγαλύτερη ατραξιόν του τοπίου ήταν ότι μπορούσες να κοιτάξεις μέχρι ψηλά στον ουρανό. Ε, κι αν είσαι εθισμένος στις μικροαπολαύσεις της ζωής στην πόλη θα κάνεις κι ένα τσιγάρο. Ακόμα κι αυτό, είμαι σίγουρος ότι θα έχει καλύτερη γεύση.

Τρεις ταβέρνες υπάρχουν στην παραλία. Καθίσαμε στην πρώτη, στον “Καπετάν Φειδία” απροετοίμαστοι για αυτό που θα αντιμετωπίσουμε. Πρόκειται για ένα μαγαζί, δέκα μέτρα από τη θάλασσα με το αντίστοιχο φαγητό, «εδώ είμαστε όλοι ψαράδες» μας τόνισαν, αλλά και κρεατικά. Μια ξυλόσομπα στη μέση του χώρου θέρμαινε αρκετά, φάγαμε καλά και πληρώσαμε… τα μαλλιά της κεφαλής μας. Χαλάλι όμως, γιατί γνωρίσαμε τον γέρο ιδιοκτήτη, μια γραφική φιγούρα με ναυτικό καπέλο, φουλάρι κι ένα παλτό που μας έκανε γνωριμία. (Αν φορούσα το ναυτικό μου παλτό, ίσως να τραγουδούσαμε και κανένα Καββαδία). Πρέπει να ξέρεις, ότι στην επαρχία οι άνθρωποι παραμένουν, όσο μπορούν κι όσο αντέχουν, απλοί. Σε χαιρετάνε όταν επισκεφτείς τον τόπο τους κι άμα λάχει πιάνουν και την κουβέντα. Και όχι, δεν το κάνουν μόνο για τα χρήματα που ασφαλώς υπάρχει και τέτοια στόχευση, σε αρκετές περιπτώσεις. Για παράδειγμα ο γέρος είναι ένας πολύ καλός δημοσιοσχετίστας αλλά και γνήσια φιλικός που αποτελεί ένα εξαιρετικό συνδυασμό για κάποιον που έχει αντίστοιχη επιχείρηση.

Όμως η συζήτηση είχε ενδιαφέρον. Ο γέρος που λες, κύριε Λάσκαρη, έχει 9 παιδιά, 11 εγγόνια και 12 δισέγγονα, έτσι μας είπε τουλάχιστον. Κέρασε την καθιερωμένη τσικουδιά με μεζέ και, αν τον άφηνες ή αν τον κέρναγες ένα σφηνάκι παραπάνω, θα έβγαζε μεροκάματο στο τραπέζι μας. Α, μας ρώτησε κι αν είμαστε παντρεμένοι. Κλασική ερώτηση. Κανένας από την παρεά δεν είναι. «Καλύτερα» απάντησε «κι εγώ που παντρεύτηκα, τι κατάλαβα;»

Πίσω στο σπίτι, κοιτάω ξανά τις φωτογραφίες. Γιατί νιώθω ότι έκανα ένα μεγάλο ταξίδι ενώ απλά απομακρύνθηκα μια ώρα κι ένα τέταρτο από το σπίτι μου; Καλή ερώτηση… Ανασάναμε πάντως κι αυτή την Κυριακή, μέχρι την επόμενη. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος της ημέρας. Ναι, δεν ήταν καθόλου χαμένη η Κυριακή εδώ στην επαρχία, κύριε Λάσκαρη.

Κείμενο, φωτογραφίες: Ειρηναίος Μαράκης

~

Εγκατάλειψη*

Έβρεχε,
έβρεχε πολύ

κι είχε βουλιάξει η ψυχή
στην υγρασία.

Ακόμη μια χαμένη Κυριακή,
εδώ, στην επαρχία.

Xρίστος Λάσκαρης

** Από το ποίημα του Νίκου Καββαδία, Αντίσταση. Αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζηδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα». Βρίσκεται στο βιβλίο «Μέλπω Αξιώτη, Ποιήματα», φιλολογική επιμέλεια Μαίρη Μικέ (εκδ. Κέδρος, 2001).

~

Ακούμε: Γιώργης Κουτσουρέλης, Γιώργος Τζιμάκης Σαράντα μέτρα θάλασσα, Μουσική-Στίχοι-Λαούτο: Γιώργης Κουτσουρέλης, Τραγούδι: Γιώργος Τζιμάκης (Απ’ τη συλλογή »Γιώργης Κουτσουρέλης ‎– 1935 – 1955 Αυθεντικές εκτελέσεις»). Δίσκος His Masters Voice Ελλάδος

Ψεύτικος κόσμος

Πόσο ψεύτικος είναι ο κόσμος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρά τις meta ρητορείες του κάθε Ζούκεμπεργκ και την ψηφιακή διάδραση που ορίζει ο αλγόριθμος, το καταλαβαίνεις όταν εντελώς τυχαία μαθαίνεις ότι κάποιος/α που ήσουν “φίλος” πέθανε. Είχες καιρό να δεις κάποια ανάρτηση, δεν είχες συχνή επαφή είναι η αλήθεια, σκέφτηκες ακόμα πως ο αλγόριθμος έκανε το θαύμα του αλλά στο τέλος, όσο και αν το υποσχέθηκες στον εαυτό σου, πάλι ξέχασες να πληκτρολογήσεις το όνομα του/της. Άλλωστε τα like μπαίνουν πιο εύκολα από το να γράψεις κάτι στο πληκτρολόγιο… Την ίδια ώρα, η αµείλικτη καθηµερινότητα και η φύση του μέσου δεν επιτρέπουν περιθώρια για πολλά.

***

Καθώς έψαχνα τις παλιές αναρτήσεις μου, μη ρωτάς γιατί – δεν έχει νόημα, είδα το ονομά σου. Είχες γράψει ένα σχόλιο σ’ ένα από τα ψευτοποιήματα που αραδιάζω σε αντίστοιχο μέσο, αφορούσε ένα περίπτερο από εκείνα που πεθαίνουν μαζί με τους ανθρώπους που εργάζονταν σε αυτά. Μαζί τους πεθαίνουν ολόκληρες πόλεις και γειτονιές. «Το απλό λιτό και ανθρώπινο αλισβερίσι της κάθε φτωχής γειτονιάς. Μας κατάπιαν τα σαλόνια και θα χάσουμε τα ανθρώπινα απλά πράγματα» έγραψες. Σκέφτομαι κι εγώ κάτι τέτοια τον τελευταίο καιρό, λίγο πριν πέσω στο κρεβατι, όταν ο θυμός και η κούραση παίρνουν το πάνω χέρι – συμβαίνουν αυτά και στους πιο αισιόδοξους ή, αν θέλεις, στους πιο ανόητους. «Έχω τις ελπίδες μου ότι δε θα χάσουμε τα απλά, τα ωραία και τα ανθρώπινα» απάντησα.

***

Στην τελευταία φωτογραφία σου, κοιτάς ευθεία την κάμερα. Φοράς ένα κίτρινο, ανοιξιάτικο φουστάνι. Πρέπει να βρίσκεσαι στο μπαλκόνι σου, στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνονται κάποια δέντρα. Έχουν ανθίσει! Είναι Μάρτης του 2023 και στη λεζάντα της εικόνας γράφεις «Θα έρθει πάλι καλοκαίρι!» Ένα μήνα μετά εμφανίστηκαν οι πρώτες αναρτήσεις για την απώλεια σου. Δυο λόγια φίλων, ένα αντίο και τέλος. Ήσουν 65 ετών.

***

«Θα έρθει πάλι καλοκαίρι!» Μακάρι Άρτεμις, μακάρι… Ως τότε, καλή αντάμωση. Δεν γνωρίζω ποια ήσουν στη ζωή αλλά δεν έχει σημασία, αυτό που μετράει είναι το συναίσθημα. Η συγκίνηση, ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα, ακόμα και μια επικήδεια ανάρτηση όπως αυτή εδώ. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι χρειάζεται να έχουμε και την αντίστοιχη συμπεριφορά, έτσι δεν είναι;

Ειρηναίος Μαράκης, 20/1/2024

Φωτογραφίες από το ιστολόγιο Πολυθέα Ασπροποτάμου (18/12/2013)

Εικόνες της πόλης: Από μικρό κι από τρελό…

Μεσημεράκι της 28ης Οκτωβρίου στα Χανιά, στην περιοχή της Γεφυροπλάστιγγας η Τροχαία είχε στήσει ένα σημείο για να ελέγξει την κυκλοφορία λόγω της παρέλασης. Όπως περνούσα το φανάρι συνάντησα μια οικογένεια. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας, το άσπρο πουκάμισο του άστραφτε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα πλαστικό σημαιάκι. Λίγο πιο πίσω η μητέρα με ένα ανοιξιάτικο φλοράλ φόρεμα και από δίπλα ο γιος τους. Ένας πιτσιρίκος που δεν άφησε τίποτα που να μην το ελέγξει δυο και τρεις φορές. Μοιραία το βλέμμα του έπεσε πάνω στους αστυνομικούς. Και εκεί ήρθε η κρίσιμη ερώτηση…

-Μπαμπά, τι κάνουν εκεί οι αστυνομικοί;

-Ρυθμίζουν την κυκλοφορία. Στην Αγορά θα γίνει η παρέλαση και όλα τα αυτοκίνητα περνάνε από εδώ.

-Και γιατί έχουν όπλα; Για να φοβίζουν τους οδηγούς;

Κοίταξε η μητέρα τον σύντροφο της με άγχος, ανέμισε και αυτός το σημαιάκι του από καθαρή αμηχανία αλλά το μικρό αγόρι απάντηση δεν πήρε…

Ειρηναίος Μαράκης, 30.10.2023

Φωτογραφία: Ελληνικές σημαίες σε παράταξη και προς πώληση με αφορμή την 28η Οκτωβρίου στην πλατεία 1866 στα Χανιά. Πιο πέρα οι Ρομά πωλητές περιμένουν τους πελάτες (25.10.2021