Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, Η κβαντική αφήγηση στη λογοτεχνία του φανταστικού, Εκδόσεις Rising Star

Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, Η κβαντική αφήγηση στη λογοτεχνία του φανταστικού, Εκδόσεις Rising Star

Με ποιο τρόπο μπορεί η σύγχρονη φυσική να επηρεάσει τον τρόπο αφήγησης των ιστοριών και ποια η σχέση της κβαντομηχανικής με τη λογοτεχνία του φανταστικού;

Μπορεί η φράκταλ γεωμετρία να μας δώσει εργαλεία για το χτίσιμο μιας πρωτότυπης μυθοπλασίας και να αποτελέσει ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης του μυθοπλαστικού υλικού;

Το παρόν αποτελεί μέρος της παρουσίασης του δημοσιογράφου και κριτικού λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου, που έλαβε χώρα στις 02/10/2022 στο Fantasy Festival

smart

Σχόλιο:

Η κβαντική αφήγηση ουσιαστικά είναι υποείδος της μεταμοντέρνας γραφής. Όπου φαινόμενα της κβαντικής μηχανικής γίνονται από τους συγγραφείς μοντέλα για λογοτεχνικούς μηχανισμούς στα έργα τους. Δεν είναι ένα καινούριο είδος απλά σε αυτή την ομιλία του ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας προτείνει μεθοδολογικά εργαλεία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι «Τον όρο «μεταμοντερνισμός» χρησιμοποίησε πρώτος το 1959 στις ΗΠΑ ο Irving Howe στο ιστορικό πλέον κείμενό του “Mass Community and Postmodern Fiction”. Τη σκυτάλη στη συνέχεια πήρε ο François Lyotard με το βιβλίο του The Postmodern Condition. A Report on Knowledge, που πρωτοδημοσιεύθηκε στη Γαλλία το 1979.

Μεταμοντερνιστές χαρακτηρίστηκαν ορισμένοι συγγραφείς που συνέθεσαν το κύριο μέρος του έργου τους στις δεκαετίες του ’60 και ’70, όπως οι Thomas Pynchon, Italo Calvino, John Barthes, Roland Barthelemy and Thomas Bernhard. Επομένως, ο μεταμοντερνισμός προϋπήρχε της αποθέωσής του, που συντελέστηκε στη δεκαετία του ’80». (Χριστίνα Λιναρδάκη, Ο μεταμοντερνισμός στη λογοτεχνία, περιοδικό Βακχικόν, 2018)

Στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας παραθέτει πλούσια βιβλιογραφία για το υπό εξέταση ζήτημα, πλήθος διευκρινιστικών εξηγήσεων και μια σειρά με ηλεκτρονικούς συνδέσμους για περαιτέρω μελέτη.

Περισσότερα για το βιβλίο σε επόμενη ανάρτηση. Ευχαριστώ πολύ τον συγγραφέα για την αποστολή της εργασίας του.

Ειρηναίος Μαράκης

Βιογραφικό σημείωμα:

Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1989.

Ασχολείται με τη δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Βαβέλ (εκδόσεις Anima,2017), Εγώ το Χάος (εκδόσεις Καμβάς, 2019), Ακήρυχτος Πόλεμος (Δρόμων, 2021) και το θεατρικό έργο Μισοφαγωμένο Μπισκότο (play-ground.gr). Συμμετέχει στα συλλογικά έργα: Γιατί με αφορά η τέχνη, δοκίμιο, (εκδόσεις ἡδυέπεια, 2020), Η επόμενη μέρα Everly #1, δοκίμιο, (Rising Star Promotions, 2020) και Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 3 Ανθολόγιο 2022, ποίηση, (Ρώμη, 2023)

Τα αρχαία έπη και τα μυθολογικά κείμενα δεν είναι λογοτεχνία τρόμου | σχόλιο

Σχόλιο: Ειρηναίος Μαράκης

Παρατηρώ κατά καιρούς σε διάφορες σελίδες σχετικά με τη λογοτεχνία τρόμου και φαντασίας καθώς και σε διάφορες συζητήσεις απόψεις που δηλώνουν ότι τα αρχαία έπη, η ποίηση και τα μυθολογικά κείμενα αποτελούν τμήμα, το σημαντικότερο μάλιστα, της λογοτεχνίας τρόμου.

Η αλήθεια είναι ότι η Θεογονία του Ησιόδου, τα έπη του Ομήρου, το έπος του Γκιλγκαμές και όλα τα ανάλογα έργα μόνο αναδρομικά, ίσως και καταχρηστικά, μπορούν να χαρακτηριστούν ως λογοτεχνία τρόμου. Σε μια πιο χαλαρή προσέγγιση μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένα πρώιμο είδος της λογοτεχνίας τρόμου, όπως αναφέρει ο Σπύρος Τάσιος στο κείμενο του «Η Ιστορία της Λογοτεχνίας Τρόμου» στο περιοδικό Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών:

«Ο Πετρώνιος στο Σατυρικόν του (62 μ.Χ.) έχει μια παράξενη ιστορία για έναν λυκάνθρωπο και μία με μία στρίγγλα. Ο Πλίνιος ο Νεώτερος μιλάει για ένα αθηναϊκό στοιχειμένο σπίτι. Οι Βάκχες του Ευριπίδη είναι οι πρώιμοι βρικόλακες. Απλά, η δημιουργία των παραπάνω δεν είχε τον τρόμο ως αυτοσκοπό, αλλά τη διδαχή. Οι ιστορίες με μακάβριο περιεχόμενο της αρχαιότητας είχαν θρησκευτικό-τελετουργικό χαρακτήρα, αλλά σίγουρα αποτελούν τα θεμέλια της λογοτεχνίας τρόμου, όπως επίσης και τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα. Τα Σάββατα των Μαγισσών, η νύχτα της Βαλπουργίας, οι φρικαλεότητες της Ιεράς Εξέτασης, τα επιβλητικά Γκαργκόιλ της Νοτρ Νταμ έδωσαν έρισμα για μια σωρεία τρομαχτικών λογοτεχνικών δημιουργημάτων.

Μια πρώιμη μορφή αυτού του είδους υπάρχει ανάμεσα στη Μεσαιωνική και Αναγεννησιακή ποίηση. Φυσικά, δε μιλάμε ακόμα για καθαρό είδος, αλλά για στοιχεία του είδους, η ατμόσφαιρα π.χ. στην Κόλαση του Δάντη και στον Μπέογουλφ, το φάντασμα στον Άμλετ του Σαίξπηρ, η ποίηση του Όσιαν και φυσικά ο Γκαίτε. Στον Φάουστ, βλέπουμε τον ήρωα να πουλάει την ψυχή του στον Διάβολο. Ποιήματα του Βόλφγκανγκ Γκαίτε, όπως «η Μνηστή της Κορίνθου» και «το ξωτικό», ίσως να αποτελούν ένα πρώιμο καθαρό έμμετρο είδος της λογοτεχνίας τρόμου».

Κατά τη γνώμη μου τα πράγματα είναι πιο απλά από τις διάφορες απόψεις του είδους ενώ η σχετική διάκριση μπορεί να γίνει εύκολα αν αναλογιστούμε ότι τα έπη και οι σχετικές μυθολογίες πέρα από λογοτεχνικά έργα, ήταν και σε κάποιο βαθμό και λατρευτικά κείμενα που είχαν άμεση σχέση με την κοινωνική ζωή των τότε ανθρώπων. (Στην αρχαία ελληνική θρησκεία, που δεν είχε ιερό βιβλίο αντίστοιχο για παράδειγμα της Αγίας Γραφής ή του Κορανίου, η σύνδεση της ύπαρξης και της παρέμβασης των ανώτερων και κατώτερων θεϊκών δυνάμεων στην ανθρώπινη ζωή δεν ήταν ήσσονος σημασίας).

Η λογοτεχνία τρόμου όμως αποτελεί ένα νεότερο λογοτεχνικό είδος. Τρία στοιχεία οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Πρώτα απ’ όλα, γιατί στην εποχή της γέννησης και της εδραίωσης της λογοτεχνίας τρόμου το υπερφυσικό στοιχείο δεν αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στις πρώτες καπιταλιστικές κοινωνίες όπως οι αρχαίες θρησκείες ή ο χριστιανισμός στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα – χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι έχει εξαλειφθεί αυτή η εξάρτηση. (1)  Το δεύτερο στοιχείο -που αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου- είναι ότι οι συγγραφείς τρόμου, άσχετα εάν πίστευαν ή όχι στο υπερφυσικό, δεν αντιπροσώπευαν στα γραπτά τους μια συνολική αντίληψη και πίστη για το υπερφυσικό στοιχείο. Έτσι κι αλλιώς η επέλαση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη ως επίσημης θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έπειτα άλλαξε άρδην την αντίληψη σχετικά με το υπερφυσικό. Πλέον, οι αναφορές στη μαγεία, στις νεράιδες και σε όλα τα ανάλογα στοιχεία παρουσιάζονται -και είναι- μειοψηφικές και εμφανίζονται ως δυνάμεις που ζουν στο περιθώριο. Τέλος, το τρίτο στοιχείο είναι ότι η άνοδος και η ισχυροποίηση του καπιταλισμού έφερε την εντατικοποίηση της εργασίας και συνεπώς γιγάντωσε την ανάγκη για μια ανάσα ξεκούρασης για τους εξαθλιωμένους. Εκεί η λογοτεχνία τρόμου, είδος εντυπωσιακό, περιπετειώδες και με αγωνία αλλά χωρίς καμία φιλοσοφική ή/και πολιτική εμβάθυνση αποδείχτηκε το κατάλληλο μέσο για την ψυχαγωγία των πολλών. Βέβαια, υπήρξαν και δημιουργοί (π.χ. ο Πόε που ανέδειξαν τις πραγματικές δυνατότητες του είδους πέρα από την καθιερωμένη αντίληψη για αυτό, το ίδιο έκανε και με την αστυνομική λογοτεχνία της οποίας υπήρξε ο γεννήτορας).

Συμπερασματικά, σε αυτό το σημείο μπορούμε να πούμε ότι η ασχολία με την λογοτεχνία τρόμου  εμφανίζεται από την πλευρά διάφορων συγγραφέων σαν αντίδραση ή/και ιδεαλιστική αμφισβήτηση στον ορθολογισμό των δυτικών, καπιταλιστικών κοινωνιών αλλά αποδεικνύεται και ως μέσο ψυχαγωγίας για τους πληθυσμούς των πόλεων που δεν είχαν και άλλους τρόπους διασκέδασης. Δεν είναι μια ενδιαφέρουσα αντίφαση αυτό;

Κλείνοντας το σημείωμα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον εμβληματικό συγγραφέα Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ ο οποίος στο βιβλίο του «Υπερφυσικός τρόμο στη λογοτεχνία» (Αίολος, 2008) γράφει ότι:

«Όπως είναι φυσικό για μια λογοτεχνική φόρμα που συνδέεται τόσο στενά με αρχέγονα συναισθήματα, η ιστορία φρίκης είναι εξίσου παλιά με την ανθρώπινη σκέψη και ομιλία. Ο κοσμικός τρόμος εμφανίζεται ως συστατικό στοιχείο των πρώτων λαϊκών παραδόσεων όλων των φυλών και αποκρυσταλλώνεται στα αρχαιότερα τραγούδια, ιερά κείμενα, και χρονικά. Πραγματικά, ήταν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πολύπλοκης τελετουργικής μαγείας, με τις τελετές της για την επίκληση δαιμόνων και φαντασμάτων, η οποία άνθισε ήδη κατά την προϊστορική εποχή και έφτασε στην υψηλότερη ανάπτυξη της στην Αίγυπτο και στα σημιτικά έθνη» […] Ο Μεσαίωνας, βυθισμένος σε φαντασιακό σκοτάδι, της έδωσε τεράστια δυνατότητα έκφρασης».

Και συνεχίζει την σύντομη ανάλυση του φτάνοντας μέχρι το σημείο όπου «Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις έχαναν τώρα την πίστη τους στο υπερφυσικό, μπαίνοντας σε μια περίοδο επανόδου στον κλασικό ορθολογισμό». Επισημαίνοντας τον εμπλουτισμό των μεταφυσικών διηγήσεων με ιστορίες και παράδοσης της Ανατολής καταλήγει ότι «Αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι πραγματικά αξιοσημείωτο που το υπερφυσικό αφήγημα, ως καθορισμένη και ακαδημαϊκά αναγνωρισμένη λογοτεχνική μορφή, άργησε τόσο πολύ να δει την τελική του γένεση. Η ώθηση και η ατμόσφαιρα είναι εξίσου αρχαία με τον άνθρωπο, αλλά η τυπική ιστορία του υπερφυσικού, ως λογοτεχνική μορφή, είναι προϊόν του δέκατου όγδοου αιώνα».

Νομίζω πως με οδηγό μας το συγκεκριμένο απόσπασμα μπορούμε να αποκτήσουμε μια σίγουρη και σταθερή ιδέα γιατί τα αρχαία έπη και τα μυθολογικά κείμενα, αν και μοιάζουν, δεν αποτελούν λογοτεχνία τρόμου.

Σχόλια – σημειώσεις

  1. Ούτε στις μέρες μας σημαίνει αυτό, αντίθετα οι θρησκείες και οι παντοδύναμοι θρησκευτικοί θεσμοί επιβιώνουν χάρη στην αποδοχή και στην στήριξη τους από τα νεότερα και σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη που αξιοποιούν αυτή την ωφέλιμη και για τους δυο συμπόρευση για τον ιδεολογικό και κοινωνικό έλεγχο της πλειοψηφίας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι αν ο ορθολογισμός ήταν προοδευτικό, συστατικό στοιχείο των πρώτων καπιταλιστικών κοινωνιών, σήμερα έχει οπισθοχωρήσει σε απίστευτα βάθη.
  2. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια μεγάλη συζήτηση για το πόσο ορθολογικός ήταν και είναι και σήμερα ο καπιταλισμός αλλά θα ξέφευγε πολύ από τον σκοπό αυτού του σημειώματος. Ας πούμε μόνο αυτό: ο ορθολογισμός των πρώτων κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών και των κρατών αργότερα οδήγησε στο να θεωρηθούν οι κάτοικοι της Αφρικής ως «υπάνθρωποι» και «κατώτερης νόησης» όντα που ήταν μόνο χρήσιμοι για σκλάβοι στα πλοία και στις καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου στον αμερικάνικο Νότο ή στα νησιά Μπαρμπάντος ενώ σήμερα το καπιταλιστικό σύστημα είναι υπεύθυνο για την καταστροφή του περιβάλλοντος, για την κλιματική αλλαγή, την επισιτιστική κρίση, τους πολέμους και την προσφυγιά μόνο και μόνο γιατί υπολογίζει στο συμφέρον των λίγων και όχι των πολλών…
  3. Η λογοτεχνία τρόμου χωρίζεται σε διάφορα υποείδη, που με το πέρασμα των χρόνων μέχρι τις μέρες μας έχουν αποκτήσει την δική τους αυτονομία. Αν υπάρξει η δυνατότητα θα τα παρουσιάσουμε ένα-ένα συνοπτικά σε κάποιο προσεχές σημείωμα.

 

κατάλογος

Νέα έκδοση: Pandemia – Ανθολογία Δυστοπικών Διηγημάτων

Το 2020 η ανθρωπότητα ζει πρωτόγνωρες στιγμές δυστοπικής πραγματικότητας. Ένας νέος ιός γίνεται ο αόρατος, παγκόσμιος φόβος, και η βασική άμυνα είναι να μείνουν όλοι σε καραντίνα όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι να κερδίσουν οι επιστήμονες χρόνο και να βρεθεί η κατάλληλη θεραπεία.

Κλεισμένοι μέσα για βδομάδες, προσπαθώντας να διατηρήσουν το κουράγιο τους και τη δημιουργικότητά τους, κάποιοι απαντούν σ’ ένα συγγραφικό κάλεσμα, σε μια στιγμιαία απόδραση της φαντασίας από τους τέσσερις τοίχους.

Αυτές είναι οι ιστορίες τους…

Συμμετέχουν:
Danse Macabre – Δημήτρης Γαλατόπουλος
Για δέσιμο – Ευθυμία ε. Δεσποτάκη
Έβηξα – Ηλίας Ιακωβάκης
Η ρωγμή – Δημήτρης John Ράπτης
Μέδουσα – Μπάμπης Δρουκόπουλος
Ο πρώτος – Γιώργος Πούλος
Ο υιός της λήθης – Γιώργος Σκαγιάκος
Οδηγίες εκκαθάρισης – Μιχάλης Γεωργοστάθης
Οι δυο μας – Αναστάσιος Βρόσγος
Οι μάσκες του θανάτου – Αλέξανδρος Τριανταφύλλου
Πανδημία – Εύα Αλεξανδροπούλου
Σιωπή, ένας μύθος – Σοφία Μπαρμπαγιάννη
Τα πτηνά – Πέτρος Τσαλιαγκός
Το τελευταίο ρολόι της γης – Δημήτρης Δελαρούδης
Το χάδι του Θεού – Γρηγόρης Φεϊζατίδης

☣️ Pandemia – Ανθολογία Δυστοπικών Διηγημάτων
Download: http://nyctophilia.gr/book/pandemia/
Goodreads: https://www.goodreads.com/book/show/53861973-pandemia–
☕️Support: https://ko-fi.com/nyctophiliagr

Η λογοτεχνική αξία του Stephen King

Διαβάζω σε κάποια βιβλιοφιλική ομάδα το ακόλουθο ερώτημα κάποιου μέλους «Υπάρχει βιβλίο του Stephen King που να έχει και λογοτεχνική αξία;»

Με αφορμή το ερώτημα θα παραθέσω εδώ το δικό μου σχόλιο κάτω από την αντίστοιχη ανάρτηση. (Βέβαια, το ερώτημα είχε σκοπό να προκαλέσει κι όχι να οδηγήσει σε μια γόνιμη συζήτηση, παρόλαυτα υπήρξαν και ωραίες, στρωτές απαντήσεις σχετικά με το θέμα αλλά δεν έλειψαν και οι ακρότητες).,

Έγραψα, λοιπόν, ότι τέτοια ερωτήματα είναι εντελώς λάθος.

Πρώτα απ’ όλα γιατί τέτοια ερωτήματα -έστω ότι εκφράζουν ένα γνήσιο ενδιαφέρον, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να συμβαίνει- στην πραγματικότητα δείχνουν ελιτισμό, υποτίμηση του συγγραφέα και, γιατί όχι, όλων όσων τον διαβάζουν (τον Stephen King).

Αυτό συμβαίνει γιατί από πίσω κρύβεται μασκαρεμένη η παλιά θέση ότι η λογοτεχνία που γράφεται με αστυνομικά θέματα, τρόμου και φαντασίας είναι ανάξια λόγου και ανάγνωσης καθώς -υποτίθεται- δεν κινείται στο περιθώριο της «κανονικής» λογοτεχνίας. Ότι είναι δηλαδή «παραλογοτεχνία».

Πέρα όμως ότι αυτή είναι μια θέση ξεπερασμένη -λόγω πχ της συμβολής του κινηματογράφου κι ότι γενικά η λογοτεχνία εξελίσσεται, αναζωογονείται και εμπλουτίζεται καθημερινά – παράλληλα οδηγεί σε ένα ακόμα πρόβλημα: πρέπει να ορίσουμε τι είναι λογοτεχνία, να καταλήξουμε δηλαδή σ’ ένα όρο με καθολική αποδοχή, ώστε στη συνέχεια να περιγράψουμε και να ομαδοποιήσουμε μια ετερόκλητη παραγωγή βιβλίων η οποία κι αν έχει, υποτίθεται, κάποια λογοτεχνικά στοιχεία παρόλαυτα δεν μπορεί να είναι… λογοτεχνικά ορθή. Όμως καθολικά όρος για τη λογοτεχνία δεν υπάρχει, ούτε επιδέχεται ένα στενό και μόνο προσδιορισμό.

Στην πραγματικότητα, τέτοιες αξιολογικές κρίσεις δεν έχουν τίποτα να μας πουν. Ένα έργο ή είναι λογοτεχνικά καλό ή δεν είναι (εντάξει, και εδώ ίσως έχουν κάποιοι τις ενστάσεις τους αλλά δεν θα επεκταθώ). Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι ο Stephen King, που είναι το θέμα μας εδω, γράφει λογοτεχνία.

Με αφορμή αυτό θα πω ότι το έργο του King το οποίο είναι υπέρογκο και που απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες μπορεί να έχει τα σκαμπανεβάσματα του -και για πολλές αιτίες (ρουτίνα, επανάληψη, κούραση, έλλειψη φαντασίας, προσπάθεια εντυπωσιασμού σε βάρος της υπόθεσης κτλ – αλλά μόνο ανάξιο λόγου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

Ακόμα και σε αυτό το σημείο όμως οι εκτιμήσεις των αναγνωστών – για τα έργα του King- δεν ταιριάζουν πάντα π.χ. σ’ εμένα μου αρέσει αρκετά το «Παιδί από το Κολοράντο», σε άλλους -στους περισσότερους- όχι. Εδώ είναι που μπαίνει ο υποκειμενικός παράγοντας. Αλλά αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία…

Πάντως, το μεγάλο πλεονέκτημα με την υποχώρηση τέτοιων αντιλήψεων είναι ότι πλέον μπορούμε να διαβάζουμε από όλες τις λογοτεχνικές εκφράσεις, τεχνοτροπίες, τις ιστορικές περιόδους και τις εποχές, χωρίς φόβο για την οποιαδήποτε κρίση, παίρνοντας  με χαρά και πάθος απ’ όλα αυτό που έχουν να μας δώσουν. Αν έχουν, φυσικά.

Αυτό εκφράζει η φωτογραφία που συνοδεύει την παρούσα ανάρτηση με την επιλογή βιβλίων από διαφορετικά είδη και συγγραφείς.

Ειρηναίος Μαράκης

Γκάμπριελ Μπλάκγουελ, Η τελευταία επιστολή του Χ.Φ.Λάβκραφτ – Η φυσική αποσύνθεση φευγαλέων ανθρώπινων σκιών, εκδ. Αίολος (2017)

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

   Ο Χ.Φ. Λάβκραφτ (1890-1937), γνωστός κι αγαπημένος Αμερικάνος συγγραφέας (τουλάχιστον για τους φίλους του κοσμικού τρόμου, των ιστοριών φρίκης και της Επιστημονικής Φαντασίας στη Λογοτεχνία και τον Κινηματογράφο), σχετικά(;) άγνωστος σε όλους τους υπόλοιπους (ή τουλάχιστον ανάμεσα σε αυτούς που ακόμα και σήμερα εμμονικά διαχωρίζουν την τέχνη της συγγραφής σε Λογοτεχνία και Παραλογοτεχνία), παρέδωσε στο κοινό –έστω και εκούσια– ένα τεράστιο απόθεμα επιστολών που αναδεικνύουν τόσο τη σπουδαιότητα της προσωπικότητα του, όσο και την αντιφατικότητα πολλών ιδεών και θέσεων που έκφραζε ως συγγραφέας και άνθρωπος.

    Οι επιστολές του Λάβκραφτ, που τολμώ να πω αποτελούσε ένα είδος κοσμοκαλόγερου, δεν είναι απλά ένα συμπλήρωμα του έργου του αλλά ίσως το μεγαλύτερο έργο του που αναδεικνύει και αποδεικνύει παράλληλα ότι δεν είναι λανθασμένη η σύνδεση του λογοτεχνικού έργου με τη ζωή του φορέα του, δηλαδή του λογοτέχνη. Όπως παρατηρεί και ο Βασίλης Καλλιπολίτης στην Εισαγωγή του βιβλίου των Επιστολών του Λάβκραφτ (εκδ. Αίολος, Α’ έκδοση, Μάιος 1997): «Αν και η σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας μάς ζητά επίμονα να μη συνδέουμε τους συγγραφείς με το έργο τους, είναι φορές που τη σύνδεση τη ζητούν, την απαιτούν τα ίδια τα κείμενα».

    Από αυτή την άποψη θα ήταν μάλλον άστοχο οι επιστολές του Λάβκραφτ να μην αποτελέσουν μια αφορμή για να μετουσιωθούν κι οι ίδιες σε διήγημα και για να παρουσιάσουν από μία άλλη οπτική την φύση των ιδεών και της τεχνοτροπίας του συγγραφέα και μέσα από την πένα ενός σύγχρονου και με ταλέντο ομότεχνου του, όπως ο Γκάμπριελ Μπλάκγουελ. Αφορμή για το βιβλίο αυτό δεν είναι άλλη από μία (φανταστική) επιστολή του Λάβκραφτ που εντοπίζει ο συγγραφέας τυχαία στα υπόγεια του νοσοκομείου όπου πέθανε ο Χ.Φ.Λ και η οποία απευθύνεται στον… Γκάμπριελ Μπλάκγουελ! Η επιστολή έχει γραφτεί δυο μέρες πριν απ’ τον θάνατο του Λάβκραφτ και είναι αποκαλυπτική, όσο και τρομακτική…

    Οι δυο συγγραφείς συναντιούνται με έναν μοναδικό τρόπο, περιγράφοντας και οι δύο ανείπωτους (και ανομολόγητους, ίσως)  τρόμους σε δυο παράλληλους χρόνους, αποκαλύπτοντας βαθιά κρυμμένα μυστικά και βάζοντας κι εμάς στον κόσμο των φευγαλέων ανθρώπινων σκιών μέσα από μη-ευκλείδειες διαστάσεις, που επικοινωνούν με τους κόσμους των Μεγάλων Παλαιών.

    Το βιβλίο, ο συγγραφέας κι εμείς μαζί τους (εγώ σίγουρα) δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: πόσος τρόμος μπορεί να μας κατακλύσει τελικά όταν το φανταστικό εμπλακεί με το πραγματικό; Είναι το φανταστικό κάτι το ολοκληρωτικά κατασκευασμένο ή μήπως πίσω από αυτά που μας φαίνονται ονειροφαντασίες κρύβεται κάτι το βαθύτερο; Και ποίος τελικά είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας της κοσμικής φρίκης αλλά και της λογοτεχνίας γενικότερα; Και ποιος ο ρόλος της μη-ευκλείδειας γεωμετρίας σε όλα αυτά; Κι αν υπάρχουν παραπάνω από τέσσερις διαστάσεις, τι συμβαίνει με το χρόνο;

    Πολλά τα ερωτήματα, περισσότεροι οι προβληματισμοί. Σίγουρα η ανάγνωση του βιβλίου μπορεί να αναδείξει πολλά περισσότερα ή και να ακυρώσει κάποια από αυτά, ποιός ξέρει… Σίγουρα, είμαι βέβαιος για αυτό, το βιβλίο δεν κρύβει τις υπαρξιακές (και κοσμικές) του ανησυχίες και την πρόθεση του να αναπτύξει ένα διακειμενικό διάλογο πέρα και μακριά από τις συμβάσεις της εμπορικής λογοτεχνίας τρόμου που εστιάζει στην δημιουργία εντυπώσεων αντί στην καλλιέργεια της κριτικής (και φανταστικής) σκέψης και στην επαφή με το μεταφυσικό και την λογοτεχνία. Η γραφή του βιβλίου (μεταφράζει ο Θωμάς Μαστακούρης) είναι ενδιαφέρουσα και δύστροπη, καθώς μέσω των παράλληλων ιστοριών ο αναγνώστης καλείται να επικοινωνήσει και με τους δύο συγγραφείς αλλά και να κατανοήσει όλα όσα θέλουν να του πουν, αλλά είναι επίσης και ιδιαίτερα απολαυστική. Οι φίλοι του Λάβκραφτ σίγουρα θα την εκτιμήσουν, όλοι οι υπόλοιποι αναγνώστες καλούνται να δοκιμάσουν και αυτό το είδος λογοτεχνίας. Και δεν θα μείνουν απογοητευμένοι.