Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν στο Γκέτο της Βαρσοβίας

O Βλαντισλάβ Σπίλμαν (1911 – 2000) ήταν Πολωνός πιανίστας και συνθέτης κλασικής μουσικής. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έζησε για δύο χρόνια κρυμμένος στο Γκέτο της Βαρσοβίας κατορθώνοντας τελικά να επιβιώσει. Το διάστημα αυτό της ζωής του και ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να επιβιώσει αποτυπώνεται στη ταινία «Ο Πιανίστας», του Ρομάν Πολάνσκι με πρωταγωνιστή τον Άντριαν Μπρόντι.

Ο Σπίλμαν άρχισε τις σπουδές του ως πιανίστας στην Ακαδημία Μουσικής του Σοπέν στη Βαρσοβία της Πολωνίας. Το 1931 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Βερολίνο. Όταν δύο χρόνια αργότερα ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος της Γερμανίας επέστρεψε στη Βαρσοβία, όπου έγινε γρήγορα ένας διάσημος πιανίστας και συνθέτης. Συνεργάστηκε με μουσικούς όπως ο Ρόμαν Τόντεμπεργκ, η Ίντα Χάντελ και ο Χένρυκ Σέριγκ, ενώ το 1934 περιόδευσε στην Πολωνία μαζί με τον Μπρόνισλαβ Γκίμπελ, Πολωνοαμερικανό βιολιστή. Στις 5 Απριλίου του 1935, ο Σπίλμαν εργάστηκε στο πολωνικό ραδιόφωνο.

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939, ο Βλάντισλαβ Σπίλμαν, έπαιζε το Νυκτερινό του Σοπέν σε ντο δίεση ελάσσονα, ζωντανά στο ραδιόφωνο. Ήταν οι τελευταίες νότες που αναμεταδόθηκαν στη Βαρσοβία. Λίγο αργότερα μια γερμανική βόμβα κατέστρεψε τους πομπούς του Πολωνικού Ραδιοφώνου. Ο πόλεμος βύθισε τη Πολωνία στον τρόμο των γκέτο και της καταστροφής.

Από τον Αύγουστο του 1944, ο Σπίλμαν κρυβόταν σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο στην περιοχή Niepodległości 223. Τον Νοέμβριο, ανακαλύφθηκε εκεί από τον Γερμανό αξιωματικό, Βιλμ Χόσενφελντ. Προς έκπληξη του Σπίλμαν, ο αξιωματικός δεν τον συνέλαβε ούτε τον σκότωσε. Αφού τον ρώτησε πράγματα για τη ζωή του έμαθε ότι είναι πιανίστας. Στο ισόγειο της κατεστραμμένης οικίας υπήρχε ένα πιάνο και ο αξιωματικός ζήτησε να του παίξει ένα κομμάτι. Έπαιξε μηχανικά το Νυκτερινό του Σοπέν. Μετά από αυτό, ο αξιωματικός βοήθησε τον Σπίλμαν να επιβιώσει, ο οποίος δεν γνώρισε το όνομα του Γερμανού αξιωματικού μέχρι το 1951.

Στο βίντεο βρισκόμαστε στο 1997 και παρακολουθούμε τον Σπίλμαν στο σπίτι του, να παίζει ξανά στο πιάνο το ίδιο κομμάτι.

Το Ολοκαύτωμα: Προϊόν της παρανοϊκής ιδεολογίας των ναζί

Το Ολοκαύτωμα αποτελεί, δίχως αμφιβολία, την σκοτεινότερη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Έξι εκατομμύρια Εβραίοι, άντρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και μικρά παιδιά, εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου της ναζιστικής Γερμανίας. Αν προσθέσει σε αυτούς κανείς και τους Ρομά, τους συνδικαλιστές, τους σοσιαλιστές, τους ανάπηρους και όλους τους υπόλοιπους που η διεστραμμένη ναζιστική λογική χαρακτήριζε “ανάξιους για να ζουν”, τα θύματα του Ολοκαυτώματος ξεπερνούν τα δέκα εκατομμύρια.

Τα νούμερα, από μόνα τους, θα αρκούσαν για να κατατάξουν το Ολοκαύτωμα στην κορυφή των εγκλημάτων της ανθρωπότητας. Αυτό που κάνει, όμως, την “Τελική Λύση” -όπως ονόμαζαν οι ίδιοι οι ναζί το σχέδιο της εξόντωσης των Εβραίων- τόσο αποτρόπαια ήταν η οργάνωση: ολόκληρη η χιτλερική Γερμανία μετατράπηκε σε ένα εργοστάσιο θανάτου, σε μια ιδιότυπη “γραμμή παραγωγής” εξόντωσης.

Από αυτή την άποψη δεν έχει καμία σχέση με καμιά από τις προηγούμενες γενοκτονίες: μόνο στην εποχή του αναπτυγμένου καπιταλισμού μπορούσε να σχεδιαστεί, να οργανωθεί και να εκτελεστεί ένα τέτοιας έκτασης έγκλημα.

Οι Εβραίοι μεταφέρονταν στο Άουσβιτς, την Τρεμπλίνκα και τα άλλα στρατόπεδα θανάτου με τον σιδηρόδρομο. Για την μαζική εξόντωση τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων κατασκευάστηκαν μεγάλοι θάλαμοι αερίων -η ανάθεση της κατασκευής τους έγινε με διαγωνισμό, όπως γίνεται με όλα τα δημόσια έργα στον οποίο συμμετείχαν οι μεγαλύτερες γερμανικές κατασκευαστικές εταιρίες. Η καταγραφή των στοιχείων των θυμάτων έγινε με το σύστημα των διάτρητων καρτών της ΙΒΜ -ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε, την εποχή εκείνη, στον τομέα της πληροφορικής.

Το Ολοκαύτωμα ήταν σίγουρα προϊόν της παρανοϊκής ιδεολογίας των ναζί. Ακόμα και όταν ήταν πλέον βέβαιο ότι η Γερμανία θα έχανε τον πόλεμο, η συστηματική εξόντωση των Εβραίων συνεχίστηκε με την ίδια (αν όχι και μεγαλύτερη) ένταση και μεθοδικότητα: οι ναζί μπορεί να μην κατάφερναν να ανασυστήσουν την Γερμανική Αυτοκρατορία. Θα κατάφερναν όμως να υλοποιήσουν το διεστραμμένο τους όραμα, να δώσουν μια “Τελική Λύση” στο “Εβραϊκό Ζήτημα”.

Αυτό όμως δεν απαλλάσσει ούτε κατά ένα χιλιοστό την γερμανική άρχουσα τάξη από τις δικές της ευθύνες. Οι ναζί κατάφεραν τη δεκαετία του 1920 και του 1930 να χτίσουν την δύναμή τους με την χρηματοδότηση, την υποστήριξη και την βοήθεια των μεγαλύτερων ονομάτων του γερμανικού καπιταλισμού. Ο Χίτλερ δεν κέρδισε τις εκλογές το 1933: διορίστηκε καγκελάριος από τον Χίντεμπουργκ, τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Την δεκαετία του 1930 η Γερμανική άρχουσα τάξη, στριμωγμένη ανάμεσα στην ασφυξία που της είχε προκαλέσει η ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (που την είχε αφήσει χωρίς αποικίες), την οικονομική κρίση και τον φόβο της επανάστασης, αποφάσισε να παραδώσει την εξουσία στους ναζί, με δυο βασικές αποστολές: να ξεμπερδέψει με το εργατικό κίνημα και την αριστερά, από τη μια. Και να ανατρέψει τα τετελεσμένα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την Συνθήκη των Βερσαλλιών, από την άλλη. Με ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Οι Γερμανοί καπιταλιστές είχαν πλήρη επίγνωση σε ποιους παρέδιδαν την εξουσία το 1933. Οι ναζί δεν είχαν κρύψει ποτέ τις αποτρόπαιες ιδέες τους για το “Εβραϊκό Ζήτημα”. Η άρχουσα τάξη δεν επέδειξε απλά μια παθητική ανοχή απέναντι σε αυτές τις εγκληματικές τους προθέσεις: η παρανοϊκή ιδέα ότι ακόμα και ένα παιδάκι δυο ή τριών χρόνων μπορεί να εξοντωθεί στους φούρνους επειδή γεννήθηκε από Εβραίους γονείς μπορούσε να τρομοκρατήσει την εργατική τάξη -που είχε δυο φορές μέσα στα τελευταία χρόνια, το 1919 και το 1923, αποπειραθεί να πάρει την εξουσία, με επανάσταση, στην Γερμανία.


“Σύμμαχοι”


Οι ευθύνες, όμως, δεν περιορίζονται μόνο στην γερμανική άρχουσα τάξη. Οι ηγέτες των “Συμμάχων”, ο Τσώρτσιλ, ο Ρούσβελτ και ο Στάλιν, δεν έκαναν καμία απολύτως προσπάθεια να σώσουν τους Εβραίους από το Ολοκαύτωμα: για αυτούς ο Χίτλερ δεν αντιπροσώπευε τα “Μεσάνυχτα της Ιστορίας” -ο Τσώρτσιλ, για παράδειγμα, έτρεφε μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου μεγάλο θαυμασμό για τον φασισμό και έβλεπε την άνοδο των ναζί στην Γερμανία σαν ένα ανάχωμα στον κίνδυνο της εξάπλωσης του “Μπολσεβικισμού”. Για αυτούς ο Χίτλερ ήταν απλά ο αντίπαλος σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Οι “Σύμμαχοι” είχαν και αυτοί πλήρη επίγνωση των ναζιστικών σχεδίων για την “Τελική Λύση” . Το Νταχάου, το πρώτο στρατόπεδο Συγκέντρωσης, δημιουργήθηκε το 1933. Η “Νύχτα των Κρυστάλλων”, το πρώτο μεγάλο Πογκρόμ σε βάρος των Εβραίων, έγινε τον Νοέμβρη του 1938. Τον Μάη του 1939, 937 Εβραίοι επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο, το Σεντ Λούις, στο Αμβούργο και απέπλευσαν για την Αμερική, αναζητώντας καταφύγιο. Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς τους αρνήθηκαν την αποβίβαση. Το ίδιο και η -ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ τότε- Κούβα. Το “Ταξίδι των Καταραμένων”, όπως έμεινε στην ιστορία, τέλειωσε με την επιστροφή των Εβραίων στην Αμβέρσα της Ολλανδίας, η οποία κατελήφθει λίγο αργότερα από τους ναζί. Από τους 937 επιβάτες του Σεντ Λούις, οι περισσότεροι πέθαναν στα στρατόπεδα εξόντωσης του Χίτλερ.

“Το δίλημμα”, έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πολλά χρόνια πριν το Ολοκαύτωμα, με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η ανθρωπότητα, δεν είναι ανάμεσα στον Σοσιαλισμό και τον Καπιταλισμό, αλλά ανάμεσα στον Σοσιαλισμό και την Βαρβαρότητα. Η αριστερά στην Γερμανία απέτυχε, δυστυχώς, να οδηγήσει το επαναστατικό κύμα που είχε ξεσπάσει τον Νοέμβρη του 1918 στη νίκη. Οι καπιταλιστές παρέμειναν στην εξουσία -και οι εργάτες πλήρωσαν το τίμημα αυτής της ήττας με την πιο ακραία βαρβαρότητα: το Ολοκαύτωμα.

Ergatiki.gr 08/05/2013, No 1070

Ποιήματα που τώρα γράφονται: Μιχάλης Βάκρινος, Κάθε Φρανκ

Κάθε Φρανκ

Σύρματα ξεφυτρώνουνε στη γη
και έχει κοπεί η θάλασσα στη μέση.
Θα περιμένω από το σύννεφο ο,τι πέσει
μήπως και πιω, γιατί μολύνθηκε η πηγή.

Κλείδωσε απότομα τα βλέφαρα, κοιμήσου
μήπως το αίμα που σε πνίγει όνειρο γίνει.
Για ποια να ψάξεις λογική, για ποια ευθύνη;
Θα είναι η κακή πλευρά αυτή, του παραδείσου.

Φωτιά και θάνατος στη θέση της αλάνας
που παίζαμε και στο σχολειό μας κρεμασμένες
οι λίστες του Ερυθρού Σταυρού με τους χαμένους

στα ερείπια. Ίχνη από μολύβια και επαίνους
παλιές σελίδες μοιάζουν σήμερα γραμμένες.
Θα ‘ναι από κάποιο ημερολόγιο μιας Άννας…

(σελ. 8)

Μιχάλης Κ. Βάκρινος, Ημιτελή και Διαολοσκορπίσματα (24 γράμματα εκδόσεις, 2019)

Ο Νίκος Καββαδίας για τους επικριτές της ποίησης του | ηχητικό

Μαρτυρία του Γιώργου Ζεβελάκη, Ερευνητή λογοτεχνίας στο Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7 – απάντηση από τον ίδιο τον ποιητή στους κάθε λογής επικριτές του.

Από το προφίλ του Μάνου Ορφανουδάκη στο YouTube

Νίκος Καββαδίας, Τρία ποιήματα (Παραλληλισμοί, Coaliers, Gabrielle Didot)

[Παραλληλισμοί]

Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.

~

[Coaliers]

Στὸ Ν. Φαμελιάρη

Σὲ πολιτεῖες τοῦ Καναλιοῦ, στὸ Λίβερπουλ, στὸ Σουὰνς
βλέπει κανεὶς πρωὶ πρωί, στοὺς ντόκους μὲ τὰ κρένια,
κάποιους ποὺ ἐνῷ δὲ μοιάζουνε πολὺ γιὰ ναυτικοί,
πρὸς τὰ καράβια ὁδεύουνε γελώντας δίχως ἔννοια.

Πέντ᾿ ἕξι ὀργιὲς τὰ μπάρκα τους κι ὅμοια τόσο πολύ,
ποὺ ὡς νὰ τὰ βροῦν κουράζονται πολλὲς φορὲς στὴ ράδα.
Πλώρη ψηλὴ ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.

Ἕνα βρακὶ ἀσιδέρωτο φορᾶνε βρωμερὸ
καὶ μία φανέλα ἀπὸ φιλὲ χειμώνα καλοκαίρι,
ἕνα μαντίλι τῆς φωτιᾶς δεμένο στὸ λαιμὸ
καὶ περπατᾶν τρεκλίζοντας πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι.

Ὅμως περνοῦν τὸ τρομερὸ κανάλι τοῦ Saint George
κι ὀρθοπλωρίζουνε γιὰ κεῖ ποὺ κυβερνάει πούσι,
ποὺ τὰ καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τὸν ἄμαθο ποὺ θὰ τὰ πρωτακούσει.

Περήφανα τοῦ Ἀτλαντικοῦ διαβαίνουν τὰ νερά,
τῶν φαναριῶν ἀκολουθώντας πάντα τὶς σειρῆνες,
χορεύοντας ἕνα χορὸ στὰ κύματ᾿ ἀλαφρό,
ποὺ οἱ ναυτικοὶ τῶν φορτηγῶν τὰ λέμε μπαλαρίνες.

Οἱ Φλαμαντέζοι ναυτικοὶ γελᾶν καὶ λένε πὼς
οἱ Ἐγγλέζοι τοὺς πνιγμένους τοὺς κλαῖνε μία μέρα μόνο
μ᾿ ἂν ἤθελαν περισσότερο δὲ θά ῾χανε καιρό:
δέκα ἀπ᾿ αὐτὰ σὰν φύγουνε, γυρνᾶνε πέντε μόνο.

Ἀπὸ συνήθεια παίρνουνε σὲ χρῆμα τὴν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χὰμ κι ἕνα κουτὶ μὲ βρώμη
μὰ τό ῾χουν προτιμότερο νὰ πιοῦνε τὰ λεφτά,
πρὶν φύγουν καὶ νὰ τοὺς τραβοῦν στερνὴ στιγμὴ οἱ λοστρόμοι.

Μὰ εἶναι τὰ πιὸ καλύτερα ποὺ γνώρισα παιδιὰ
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυὸ δυὸ πιασμένοι,
καὶ δίχως νὰ τὸ νιώσουνε καλά, πολλὲς φορὲς
βουλιάζουν μὲ τὰ μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.

~

[Gabrielle Didot]

Τὸ βράδυ ἐτοῦτο κάρφωσε μ᾿ ἐπιμονὴ τὸ νοῦ μου
κάποια γυναίκα ποὺ ἄλλοτες ἐγνώρισα, κοινὴ
ποὺ ὡστόσο αὐτὴ ξεχώριζεν ἀπὸ τὶς ἀδελφές της,
γιατὶ ἦταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη καὶ στυγνή.

Θυμᾶμαι ποὺ τὴν πείραζαν συχνὰ τ᾿ ἄλλα κορίτσια,
γελώντας την γιὰ τὸ ὕφος της τὸ τόσο σοβαρό,
καὶ μεταξύ τους ἔλεγαν, αἰσχρὸ κάνοντας σχῆμα,
πὼς θὰ συνήθιζε κι αὐτὴ σιγὰ μὲ τὸν καιρό.

Κι αὐτή, ψυχρὴ καὶ σιωπηλή, καθόταν στὴ γωνιά της,
ἐνῶ μία γάτα χάϊδευε μὲ αὐτάκια μυτερὰ
κι ἕνα σκυλὶ ποὺ δίπλα της στεκόταν λυπημένο –
ἕνα σκυλὶ ὁποὺ ποτὲ δὲν κούναε τὴν οὐρά.

Κι ἔμοιαζ᾿ ἡ γάτα, ποὺ αὐστηρὴ τὴν κοίταζε στὰ μάτια,
ἡ πλήξη ὡς νά ῾ταν, ποὺ μὲ μάτια κοίταε ζοφερά,
καὶ τὸ σκυλὶ ποὺ ἐδάγκωνε τὸ κάτασπρό της χέρι,
ἡ τύψη ὡς νά ῾ταν ἔμοιαζε, ποὺ ἐδάγκωνε σκληρά.

Πολλὲς φορὲς περίεργες τὴν ἐκυκλῶναν σκέψεις
καὶ προσπαθοῦσε – μοῦ ῾λεγε – συχνὰ νὰ θυμηθεῖ,
τὸ νοῦ τῆς βασανίζοντας τὶς ὧρες τῆς ἀνίας,
ὅσους μαζί της εἴχανε μία νύχτα κοιμηθεῖ.

Ὧρες πολλὲς ἐκοίταζα τὰ σκοτεινά της μάτια
κι ἐνόμιζα πὼς ἔβλεπα βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιὰ τοῦ ἀρχιπελάγους
καὶ καραβάκια ποὺ ἔφευγαν μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιχτά.

Ἀπόψε ἀναθυμήθηκα κάποια κοινὴ γυναίκα
κι ἕνα τραγούδι ἐσκάρωσα σὲ στὺλ μπωντλαιρικό,
ποὺ ὡς τὸ διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ἀναγνώστη,
γελᾶς γι᾿ αὐτὸν ποὺ τό ῾γραψε, μὲ γέλιο εἰρωνικό.

Από την ποιητική συλλογή Μαραμπού (1933)